Ανέκαθεν, από πολύ παλιά.

Αυτή η κατάσταση έτσι τραβάει, αναντάν μπαμπαντάν.

Δες και αναντάμ παπαντάμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Εγώ την ξέρω με μ: αναντάμ παπαντάμ. H έκφραση είναι τούρκικη και σημαίνει «από μητέρα και από πατέρα». Άνα είναι στα τούρκικα η μάνα. Πιο απλά σημαίνει «βέρος», «γκάγκαρος», π.χ. αθηναίος αναντάμ παπαντάμ, δλδ γνήσιος αθηναίος, με αθηναίους και τους δύο γονείς.

#2
Hank

Παιδιά, τά 'χει πει ο Πονηρός αυτά...

#3
Hank

Άκυρο, ο Κρεψίνης...

#4
Ο ΑΛΛΟΣ

@Μαυροτζώνης: Όχι «γκάγκαρος». Γκάγκαρος δε σημαίνει «βέρος», σημαίνει συγκεκριμένα «βέρος Αθηναίος».
Κατά τα άλλα, σωστές οι επισημάνσεις σου.