Δράμα - παπατζήδες
εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παππάς; το γνωστό κόλπο με τα 3 τραπουλόχαρτα.
υπάρχει και το θερμό διάβασμα , αλλά και το ψυχρό διάβασμα, τα οποία χρησιμοποιούνται πάντα προς όφελος του «διαβάζοντος»
Οι καλλιεργητές καπνού, μετά τη συλλογή του καπνού και τη μεταφορά του στο σπίτι ή την αποθήκη ξεκινούν το μπούρλιασμα, μια από τις διαδικασίες στην επεξεργασία του καπνού. Εδώ.
αντίστοιχο του ανθρωποδιώκτη είναι το πελατοδιώχτης, όταν πρόκειται για υπάλληλο που υποτίθεται θα πείσει τον πελάτη.
jonas πάνε 25 χρόνια που έφυγα από κει, οπότε καλύτερα να κοιμάστε τα βράδυα με τσίγκινα σώβρακα. :)
το πρωτοάκουσα ως λογοπαίγνιο.
Ρωτάει κάποιος: ρε σύ σ'αυτό το λάστιχο αν βάλω τη μια άκρη του στο στόμα σου, εσύ τι θα κάνεις; Προφανής απάντηση: θα βάλω την άλλη στον κώλο σου.
Οπότε ανταπαντάει ο πρώτος: εντάξει, ρούφα κι έρχεται.
επίσης, ψωμί σαρδέλλα και τζάμπα στα μπουρδέλα.
συνώνυμο του τάφος ανοιχτός που το άκουσα πρώτη φορά σήμερα:
τάφος με μεγάφωνο!!
ασασίνο κίνο, πάει και αυτό πάει και κείνο.
δύο διαφορετικές εκφράσεις που κολλάνε όμως μεταξύ τους.
ασσασίνο στα ιταλικά είναι ο δολοφόνος, ενώ «αυτό» ήταν κάποιο καταναλωτικό δάνειο, «εκείνο» στεγαστικό επισκευαστικό δάνειο που ξοδεύτηκαν και τα δύο στο κίνο.
το κλάσιμο διαρκείας μου θύμισε την «ατραξιόν του κώλου» που περιέγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»
το εργαστήριο που έβγαλε τα ποσοστά είναι μάπα. Αγνόησε εντελώς τις βλένες από τα πνευμόνια.
Όσο για το χρώμα, αν είναι κόκκινο κλάφτα χαράλαμπε. Πολύ πιθανόν να είναι φυματίωση.
ty, πρόσεξα ότι μας προσέχεις και μας τους νεοσλαγκιστές, δεν μας έχεις στο κλάσιμο
μια παραλλαγή είναι το «γαμίσι και στρατιωτικό περίπατο».
όταν τεθεί υπό τύπον γρίφου, τι μετράει πιο πολύ το μέγεθος ή η τεχνική, η συνηθισμένη απάντηση είναι: η τεχνική. Οπότε ο ερωτών ανταπαντά: κατάλαβα και συ μικρή την έχεις.
υπάρχει και το, έφτασε το αβγό στον κώλο, δηλαδή μια ζόρικη κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, στο μη παρέκει, οπότε θέλοντας και μη θα ενεργήσουμε αναλόγως.
το πέρδομαι σκέτο δεν λέει και πολλά, με το πέρδομαι ασυστόλως όμως, κάτι γίνεται.
φιλαράκια, after the katourima dont forget the kazanaki.
ιχ κόμε (γερμανιστί) - ich komme
οποιος είδε 2-3 γερμανικές τσόντες σίγουρα το θυμάται.
οι κοζανίτες έχουν, το προσωνύμιο σούρδος, οι γιαννιώτες το παγουράς, και οι δραμινοί το παπατζής. Εχει όμως ατονίσει ο χαρακτηρισμός προς τους δραμινούς μετά τη δεκαετία του '70. Είναι γεγονός ότι παλιά είχε αρκτετούς παπατζήδες η Δράμα.
κατα μία εκδοχή σε παλιές ελληνικές ταινίες με βλάχους και τσέλιγκες συνήθως οι αγροφύλακες ή οι χωροφύλακες κυνηγούσαν τον πρωταγωνιστή, ο οποίος βέβαια ήξερε να κρυφτεί καλά. Ψάχνοντας λοιπόν οι χωροφύλακες και με βλάχικη προφορά και αυτοί έλεγαν ό ένας στον άλλο. Μπας κ' είνι δω, μπας κ'είναι σακάτ; (Μήπως είναι εδώ, μήπως είναι προς τα κάτω;) δηλαδή μπασκίνι ήταν η δουλειά τους.
για όσους υπηρέτησαν στον Εβρο και είχαν επαφή με τους τούρκους στρατιώτες σε κάποια φυλάκια ή περιπολίες, το αντίστοιχο του ψάρακα στα τούρκικα ήταν το - μπαλούκ - . Ετσι ένας παλιός δικός μας ενημέρωνε τους Τούρκους ότι υπάρχει ψάρακας στην παρέα.
παραλλαγή που έχω ακούσει είναι και το Γάιους Φράγκους Κιλλέριους.
στην ιατρική ορολογία το τμήμα αυτό λέγεται περίνεο, και αφορά σε γυναίκες και άντρες.
τρεις και ο Χατζηπετρής. χρησιμοποιείται ως φράση στο τάβλι, όταν έχουμε παίξει σε διπλή ζαριά τις τρεις κινήσεις και πραγματοποιούμε την τέταρτη και τελευταία κίνηση.
τον έκανε κουρκουμπίνια: δηλαδή τον διέλυσε, τον αποσυντόνισε.
π.χ. αυτόν που δεν τον πιάνει το μάτι σου είναι παιχταράς. κουρκουμπίνια την κάνει την άμυνα τους.
τη δεκαετία του 60 ήμουν μικρό παιδί και ακουγα τον παππού μου στο σπίτι να διηγείται ιστορίες στον φίλο και γείτονα του. Μια βραδυά έλεγαν ιστορίες από τον πόλεμο στην Αλβανία, (κάπου στο Τεπελένι) και παρόλο που ήταν σε πόλεμο βρήκαν ευκαιρία και κάποια που ήταν διαθέσιμη να κρατάει «το ηθικό ακμαιότατο» των φαντάρων μας, και την πάτησαν ένα σιδέρωμα..., που το θυμόντουσαν σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, έτσι και γω θυμάμαι τον παππού μου που πολέμησε στο μέτωπο, έριξε και ένα «σιδέρωμα».