Kαθιστώ κάποιον μισερό από το ξύλο. Δέρνω άσχημα. Συνώνυμο του «μισερεύω».
- Ψάχνω το Γιωργάκη, άμα το επετύχω πουθενά θα το μισερώσω.
Got a better definition? Add it!
Published 2009-05-21 16:09:32+00:00 Last modified 2009-05-21 21:32:54+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments