Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
johnblack

Σωστός. Εγώ το χρησιμοποιώ πολύ για χορηγούς, σπόνσορες ευειδών κορασίδων.

#2
Hank

Ο αιμοδότης είναι αντίστροφο μέγεθος με τον πουτσοδότη. Μπράβο Πάνο!

#3
GATZMAN

Γαμω τς ατάκες. Ευγε

#4
patsis

Άντε ρε δεν υπήρχε αυτό το κλασικό; Σωστός αυτοκτονημένε! Το ότι με είπες παπαγαλάκι τώρα να με πειράξει; Πάρε πέντε αστεράκια για το λήμμα και για τον ορισμό θα σε βαθμολογήσω όταν πέσουν οι αδρεναλίνες μου...

#5
sokin

Πόσο μάλλον να δώσεις αίμα για να πάρεις λεφτά και μετά να τα δώσεις για τον εθισμό σου. Γι' αυτό η αιμοδοσία λέγεται εθελοντική. Όπως τους αιμοδότες ξένους τουρίστες παλιά στην Ελλάδα. Θέλανε να φάνε ένα σουβλάκι και δεν είχανε δραχμή,πηγαίνανε και δίνανε αίμα. Όταν το χωνεύανε, ξανά πάλι την άλλη μέρα. (σιτέισιον νίντεντ)

#6
Επισκέπτης

Το έχω ακούσει την 10ετία του 80 ώς αργκό για το ρουφιάνο-πληροφοριοδότη (της αστυνομίας)