Βάζω το μικρό δάχτυλο του χεριού στον πισινό της κότας, για να εξακριβώσω αν έχει αβγό.
Μεταφορικά, βάζω χέρι (δάχτυλο) στο αιδοίο της γυναίκας.
Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χωριά.
Χτες αβγούλωξα την Ελενίτσα μέσα στο χωράφι του παππού μου.
Βάζω το μικρό δάχτυλο του χεριού στον πισινό της κότας, για να εξακριβώσω αν έχει αβγό.
Μεταφορικά, βάζω χέρι (δάχτυλο) στο αιδοίο της γυναίκας.
Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χωριά.
Χτες αβγούλωξα την Ελενίτσα μέσα στο χωράφι του παππού μου.
Got a better definition? Add it!
5 comments
Vrastaman
I do, Nikita! To αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει!
Hank
Λαμπρώς νέε μου!!!
vikar
Γιά μια στιγμή, αβγολογώ είναι το ρήμα ή κάπως αλλιώς (πιχί, αβγουλώνω, αβγουλάω, ...); Το λέω γιατί στο παράδειγμα θα περίμενα νά 'λεγε αβγολόησα/αβγολόγησα και όχι αβγούλωξα.
Μου θύμισε πάντως το ακτινίδιο ένα πεζό του Ιωάννου, «Οι κότες»...
Επισκέπτης
Αβγολογώ είναι το ρήμα. Απλά είναι απο την Αγιασώτικη διάλεκτο (στη Λέσβο) γι' αυτό κάνει αβγούλωξα (τοπικός ιδιωματισμός) πιθανότατα απο το αβγο(υ)λώγησα.
vikar
Όκ κέικ. Ανώμαλο ρήμα, όνομα και πράμα... :-Ρ
(Γιατί ετσι μαύρο το ακτινίδιο; Σάπισες;...)