Η γυναίκα που έχει χάσει την παρθενιά της - που δεν είναι πλέον παρθένα. Χρησιμοποιείται συνήθως από συντηρητικούς πατεράδες για να εκφράσουν την μειονεκτική (κατά την άποψη τους) θέση στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα η οποία "έχει επιδοθεί σε άσεμνες πράξεις προτού παντρευτεί", "έχει χάσει την αγνότητά της", "δεν είναι πλέον παρθένα".

-Εγώ πάντως θα προτιμούσα η γυναίκα που θα παντρευτώ να είναι παρθένα...
-Βεβαίως! Τι; Τρυπημένη θα την πάρεις;

-Μπαμπά με της φίλες μου είχα βγει... Ο Τέλης μας βρήκε τυχαία.
-Δεν με ενδιαφέρει τι λες. Τρυπημένη πώς θα σε παντρέψω;

Got a better definition? Add it!

Published

Βάζω το μικρό δάχτυλο του χεριού στον πισινό της κότας, για να εξακριβώσω αν έχει αβγό.

Μεταφορικά, βάζω χέρι (δάχτυλο) στο αιδοίο της γυναίκας.

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χωριά.

Χτες αβγούλωξα την Ελενίτσα μέσα στο χωράφι του παππού μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified