στριτζώνομαι redirects here.

Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.

Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».

Ένας πελάτης φουριόζος φτάνει στο ταμείο ενός καφέ, βγάζει με νευρικές κινήσεις το κράνος και πετάει το μπουφάν σε μια καρέκλα...

Υπάλληλος: Έπαθες σπληξ;
Πελάτης: Στριντζώθηκα... έφαγα κλήση πριν!

(από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified