Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.
Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».
στριτζώνομαι redirects here.
Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.
Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».
Got a better definition? Add it!