Η συνήθης έκφραση είναι «τον μπαγλάρωσαν» και σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη από τους αστυνομικούς. Επειδή η σύλληψη μπορεί να συνοδεύεται και με ξυλοκόπημα η λέξη παίρνει και αυτό το νόημα (= ξυλοφορτώνω).
Προέρχεται από το τούρκικο bağlar, bağlamak = δένω, όπου στα ελληνικά έχει και την έννοια του δένω πολύ καλά (πισθάγκωνα).
Σχετιζόμενα: τον κάνω τσακωτό, (οι αστυνομικοί) τον τσίμπησαν, συλλαμβάνω, πιάνω επ' αυτοφώρω.
Κυκλοφορεί και σε ουσιαστικό το μπαγλάρωμα (= σύλληψη).
Ασίστ: ironick
Μια καλή λύση επίσης θα ήταν να βουτάνε τους πιτσιρικάδες οι αστυνομικοί προληπτικώς!
– Μα δεν έκανα τίποτα, ρε θείο!
– Γι' αυτό σε μπαγλαρώνω, κωλόπαιδο! για να μάθεις τι θα πάθεις, όταν κάνεις!..
Τέλειο!
Τους βγάζεις τα νυχάκια εξ απαλών ονύχων.
Τους βγάζεις τα δοντάκια, πριν σου βγάλουν γλωσσίτσα.
Η πρόληψη είναι καλύτερη απ' την καταστολή.
Απόσπασμα του ΣΤΑΘΗ Σ. στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/03/2009
7 comments
iron
φχαστώ φίλο για την άμεση εξυπερέτησις!
ο αυτοκτονημενος
μπαγλαρωνω η,και ; μπαγκλαρωνω αυτο το {κ} το εχει ξανακουσει κανεις;;
baznr
Ίσως να υπάρχει και το μπεγλερώνω, το οποίο πιθανώς να είναι ειδική περίπτωση μπαγλαρώματος, όταν τυχαίνει το διωκτικό όργανο να μην έχει πρόχειρες χειροπέδες και δένει τον συληφθέντα με ότι βρίσκει πρόχειρο: πχ το κομπολόι του.
Hank
Λολ.
Μιτζνούρ
Mήπως η ακόλουθη ατάκα, πραγματική, διευρύνει τον πιο πάνω ορισμό κατά τι;
Όχι ρε! Πρώτο πήδημα εκτός οικογενείας! Γιατί από τα δεκατέσσερά μου, στο χωριό, με είχε μπαγλαρώσει ο μπάρμπας μου...
tryager
Τα περισσότερα ρήματα μπορούν να πάρουν και την έννοια του πηδάω, όποτε δεν νομίζω ότι συντρέχει λόγος ιδιαίτερης μνείας.
scott
"Σ'ετσάκωσα, σ'έχω, σ'έφαγα. Τον απιθώνω επάνω σ'έναν όχτο, τον αρχινώ στες διπλαριές. Τον τραβάω πίσω, τον παγλαρώνω στον έλατο, τον σφίγγω, τον ζαμακώνω, τον διπλοσταυρώνω...Όμορφος είσαι, κάτσ'εδώ να σε καμαρώσω". Αλ. Παπαδιαμάντης από το μυθιστόρημα του 'Χρήστος Μηλιόνης'(1885)