(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xalikoutis

βλ. και καρίτζαφλας και τα σχόλια στο θα σου πιω το αίμα.
Στην Κρήτη (κυρίως από τον ψηλορείτη και ανατολικά) λέγεται τζάριγγας αλλά δεν αποκλείω να προφέρεται/ακούγεται έως και «τζάρουχας».
Αποκλείω όμως να προέρχεται από το τσαρούχι, μάλλον παραφθορά του «φάρυγγα».

#2
HODJAS

Σστόστ. Δεν το' χα σκεφτεί. Είχε κάνει τέτοιο allocation ο Πετρόπουλος όμως.

#3
xalikoutis

που το είδε το Τσαρούχι ο Πετρόπουλος στην Κρήτη.... μόνο να τους βρίζει ήξερετους Κρητικούς ο Πετρόπουλος - είχε δίκιο από κάποιες απόψεις....

#4
HODJAS

Δε λέει για τσαρούχι ο άθρωπος. Λέει οτι η έκφραση «έγινε ο λαιμός μου τσαρούχι», είναι πιθανή παραφθορά του τζάρουχας/τζάριγγας. Ούτε έβριζε μόνον τους Κρητικούς, ήταν συνεπής και τίμιος γκρινιάρης. Εμ, λίγα του τύχανε ;

#5
GATZMAN

Χτυπα μια garlic sauce

#6
deinosavros

Girtlak = οισοφάγος, λαρύγγι στα τουρκ.
Σε κείμενο του Λουντέμη αναφέρεται και ως γκαρδιλάγκος.

#7
dryhammer

Από ορισμένους (ιδιωματισμός της πόλης κι όχι χωριών) στα χιώτικα τσούρουγλας