Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.

Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.

Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).

- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Υποκλίνομαι στις σλανγκικές σου γνώσεις!

#2
HODJAS

ταπεινά ευχαριστώ, θα πάρετε ένα μεζέ ;

#3
johnblack

Σκούπα ή σκουπόξυλο λένε και γυναίκες ψηλές, υπερβολικά αδύνατες, με μαλλί ξασμένο ξανθό.

#4
GATZMAN

Οπως πάμε φτάνουμε και στην ταβανόσκουπα