Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.
Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.
Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).
- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...
4 comments
Hank
Υποκλίνομαι στις σλανγκικές σου γνώσεις!
HODJAS
ταπεινά ευχαριστώ, θα πάρετε ένα μεζέ ;
johnblack
Σκούπα ή σκουπόξυλο λένε και γυναίκες ψηλές, υπερβολικά αδύνατες, με μαλλί ξασμένο ξανθό.
GATZMAN
Οπως πάμε φτάνουμε και στην ταβανόσκουπα