Όρος από τη slang των ορειβατών.

1. Μιλάμε για έναν ρόλο που ανατίθεται σε έναν έμπειρο ορειβάτη. Ο ρόλος σκούπα ανατίθεται συνήθως στον υπαρχηγό μιας ορειβατικής ομάδας. Ενώ ο αρχηγός βρίσκεται συνήθως πρώτος, ο άνθρωπος σκούπα βρίσκεται στο τέλος της ομάδας εποπτεύοντας την κίνηση των μελών της ομάδας με στόχο να βεβαιωθεί ότι δεν θα μείνει κανείς πίσω. Έτσι, σκανάρει τον χώρο σαρώνοντας την κίνηση των μελών της ομάδας, βοηθώντας όσους τραυματίζονται, όσους δυσκολεύονται κλπ, λες κι είναι σκούπα που σκουπίζει και καλά τα άτομα της ομάδας προς την ορθή κατεύθυνση.

Συνεπώς το άτομο αυτό πρέπει να διαθέτει ικανότητες και εμπειρία από συμμετοχές σε ορειβατικές αποστολές, εμπειρία στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης ανάβασης, εμπειρία στις συγκεκριμένες συνθήκες ανάβασης (π.χ:διαδρομή ανάβασης, κλιματολογικές συνθήκες, κλπ), ώστε να μπορεί να χειριστεί ενδεχόμενες αντιξοότητες. Επίσης πρέπει να έχει αυξημένες επικοινωνιακές ικανότητες, αίσθημα αλληλεγγύης προς τους άλλους, καθώς και την απαιτούμενη εμπειρία για την προσφορά των υπηρεσιών του σε γκρουπ ορειβατών με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτό που συζητάμε (π.χ: πλήθος ατόμων, ηλικίες ορειβατών, ορειβατική εμπειρία ατόμων, κλπ).

Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, βλ. παρ. 1.

2. Εδώ η ομάδα χωρίζεται σε υποομάδες. Η ορειβατική υποομάδα που ανεβαίνει τελευταία, η υποομάδα σκούπα, ανεβαίνει με πιο αργό ρυθμό από τις άλλες, με στόχο να ελέγχει σαρώνοντας τον γύρω χώρο μήπως και βρει ταλαίπωρους ορειβάτες της ομάδας που, στην προσπάθεια τους να ανέβουν, έμειναν πίσω, τραυματίστηκαν, έχασαν τον δρόμο τους, κλπ. Αυτούς τους κατευθύνει, σκουπίζοντας τους και καλά, προς την ορθή κατεύθυνση (βλ. παρ. 2).

  1. Αν δεν έχομε φτάσει στα Γιάννενα, ας πούμε ως τις 9 το βράδυ, σημαίνει ότι κάποιος ξέμεινε, ή χάθηκε, ή τραυματίστηκε, ή … Συνειδητοποίησα πως οι περισσότεροι αγνοούμε πως γυρίζουμε πίσω ευχαριστημένοι και ασφαλείς χάρη στη σκούπα. Χάρη σ’ αυτόν που κλείνει την πορεία: δίνει κουράγιο σ’ εκείνον που ξέμεινε, κουβαλάει ένα σακίδιο παραπάνω, μένει χωρίς μπατόν, βρίσκει το μονοπάτι (αφού οι άλλοι έχουν φύγει εδώ και ώρα),... Ελάχιστοι έχομε κατανοήσει ότι η ευχαρίστησή μας στο τέλος οφείλεται στη λόξα του Γιάννη του Γιώτη να κάθεται τελευταίος
    Δες

  2. Χωριστήκαμε σε τρεις ομάδες. Με την πρώτη έφυγαν οι «έμπειροι» ορειβάτες. Ανεβαίνουν γρήγορα και σε ορισμένα σημεία τρέχοντας. Με την δεύτερη και πολυπληθέστερη ήμασταν και εμείς. Θα φθάναμε στο καταφύγιο «Αποστολίδης» σε οκτώ περίπου ώρες... Με την τρίτη θα έφευγαν οι τελευταίοι, οι οποίοι θα ανέβαιναν πιο χαλαρά σε δέκα περίπου ώρες. Κάνοντας και την απαραίτητη σκούπα αν έμενε πίσω κάποιος από τους προηγηθέντες. Και στις τρεις ομάδες υπήρχαν έμπειροι ορειβάτες, με φορητούς ασυρμάτους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Όλυμπο σαν το σπίτι τους. Δες

(από GATZMAN, 28/10/09)(από GATZMAN, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα που χρησιμοποιείται αντί της κλασσικής μπαγκέτας στα ντραμς, κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ ή αντίστοιχου ήχου.

Το γούγλε δίνει χτυπήματα για τη λέξη «βούρτσα», απ' ευθείας μετάφραση του αγγλικού brush, αλλά το θυμάμαι κι έτσι. Ο λόγος για τον οποίο στέκει είναι η ομοιότητα του εξαρτήματος με την κλασσική ψάθινη σκούπα.

Πάσα: Tom Waits.

- Θέλει να παίξει και με σκούπες ο χασάπης. Δεν κοιτάει να μάθει να κρατάει το ρυθμό πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φοιτητική ιδιόλεκτο, αναφέρεται σε εξεταστική μαθήματος του οποίου, ενώ (ή επειδή) ο υπεύθυνος καθηγητής έχει φήμη κοφτηριού με αποτέλεσμα να χρωστάει το μάθημα όποιος μιλάει ελληνικά, κάποια στιγμή αποφασίζει (ο ίδιος ή κάποιος αντικαταστάτης) να ξεσκαρτάρει, γιατί πλέον δεν τον φτάνουν τα αμφιθέατρα στις εξεταστικές και δεν θέλει να υποχρεώνεται στον στρατό να του παραχωρεί πεδία βολής για τις εξετάσεις.

Είναι η ιστορική ευκαιρία να περάσεις άκοπα μάθημα που υπό κου-σού θα σου έπαιρνε δέκα εξεταστικές, και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Τίμημα, ότι δύσκολα θα πάρεις πάνω από πέντε. Όχι ότι σε απασχολεί κι όλας...

- Μαλάκα, αρρώστησε ο μουνόπανος ο (μπίιιιιπ)όπουλος και θα γίνει σκούπα στατική τέσσερα τον Φλεβάρη!!
- Γαμώ τη μπαναγία ρε πούστη...και τί γαμήθηκα να την περάσω με πέντε το Σεπτέμβρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.

Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.

Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).

- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified