(Κλασσική αργκό): Διστάζω, ορρωδώ, αμφιταλαντεύομαι, φοβάμαι.

Συνώνυμα: Μαστιχάρω, κωλώνω, μασάω, τα παίζω, τα κλάνω, κλάνω πατάτες, με πάει ζουμί, με πάει πέντε-μια, με πάει να! κ.τ.λ.

Παλιά οι άνθρωποι του υποκόσμου λέγανε, προκειμένου να ξεχωρίσουνε την ήρα απ' το στάρι: «Οι κότες κωλώνουνε - οι μάγκες ποτές»!

Πέρσι, Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα, είχανε μαζευτεί κάτι αρκουδόμαγκες στην πλατεία και πετούσαν βαρελότα για να τρομάξουνε τους πιτσιρικάδες. Σκάει τότε ένας της ασφάλειας και τους ζήτησε ταυτότητες. Τα άτομα την κάνανε μαστίχα και τζάσανε με τα πόδια στον ώμο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Μπορεί να σημαίνει ότι «μασάω την μπούτσα μου»; Δεν ξέρω, οι παρόμοιες αντωνυμίες πουτσοφέρνουν...

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Συγγνώμη, αλλά πώς μπορείς ταυτόχρονα και να διστάζεις / αμφιταλαντεύεσαι, και να τζάεις / τζας με τα πόδια στον ώμο;

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Ας αναφέρουμε και το ωραίο ρήμα μαστιχώνω (κάνω κλωστές, όπως π.χ. το λιωμένο τυρί στο τοστ), που δεν είναι βέβαια σλανγκ, αλλά έχει πλάκα στα υπόλοιπα πρόσωπα εκτός από το Α΄εν. και πληθ.

#4
HODJAS

Το αμφιταλαντεύομαι έχει την έννοια της αναποφασιστικότητας = κώλωμα. Το' βαλα για πλάκα, γιατί το' λεγε η ξενέρα φιλόλογος Σάσα εν δυνάμει σύζυγος του Χαλακατεβάκη στους «Απαράδεκτους», θέλοντας να επεξηγήσει (!) τη λέξη κωλώνω ...

#5
iron

αιωνία της η μνήμη της μαστίχας, απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι...

Είναι ωραία η ζωή στην ελληνική φύση: τον χειμώνα φόλες και κυνήγι, το καλοκαίρι πυρκαγιές, αποχαρακτηρισμοί, αποζημιώσεις. και για ντεκόρ: ακτές, ρέματα και πλαγιές γεμάτες σκουπίδια. μια χαρά. και μετά σου λέει αποκέντρωση.

#6
Vrastaman

:-(