(Κλασσική αργκό): Διστάζω, ορρωδώ, αμφιταλαντεύομαι, φοβάμαι.
Συνώνυμα: Μαστιχάρω, κωλώνω, μασάω, τα παίζω, τα κλάνω, κλάνω πατάτες, με πάει ζουμί, με πάει πέντε-μια, με πάει να! κ.τ.λ.
Παλιά οι άνθρωποι του υποκόσμου λέγανε, προκειμένου να ξεχωρίσουνε την ήρα απ' το στάρι: «Οι κότες κωλώνουνε - οι μάγκες ποτές»!
Πέρσι, Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα, είχανε μαζευτεί κάτι αρκουδόμαγκες στην πλατεία και πετούσαν βαρελότα για να τρομάξουνε τους πιτσιρικάδες. Σκάει τότε ένας της ασφάλειας και τους ζήτησε ταυτότητες. Τα άτομα την κάνανε μαστίχα και τζάσανε με τα πόδια στον ώμο ...