Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Fotis Nitsiopoulos

Συχνη ραδιοφωνική αφιερωση προς τον εν λόγω ''κυριο''
''Ήταν η ζωη μου κόλαση και την έκανες απόλαυση''

#2
johnblack

Δικαίωμα. Ίσως όλα αυτά που έγραψες να εκφράζουν την - εν πολλοίς ασαφή και συγκεχυμένη - εικόνα που έχει ο μέσος «νομοταγής» πολίτης για τον κόσμο των ναρκωτικών, εντός όμως του κόσμου αυτού, οι έννοιες είναι - ενίοτε - πολύ πιο σαφώς οριοθετημένες. Για να ακριβολογούμε λοιπόν:

Το βαποράκι, όπως υποδηλοί το όνομα, είναι ο μεταφορέας του ναρκωτικού. Σπανίως συμμετέχει στη διακίνηση στις κατά τόπους πιάτσες. Κατά κανόνα μόνο μεταφέρει, οπότε το μεγαλύτερο προσόν του είναι να μη δίνει στόχο, να μην καρφώνεται, να είναι δλδ ξεκάρφωτος. Πρέπει να περνάει άνετα από σύνορα και διάφορα μπλόκα. Μπορεί να είναι ναρκομανής, συνήθως όμως δεν είναι ούτε αυτό. Τα καλύτερα βαποράκια ήταν πάντα οι γυναίκες. Κλασικό παράδειγμα βαποριού που δεν είχε σχέση με διακίνηση είναι ο Μιχαλόπουλος στη ταινία Στροφή, που τον έστειλαν να φέρει πράμα απ' την Κωνσταντινούπολη με μια μηχανή.

Επίσης:
- άλλο πράμα ο μεσάζοντας και άλλο ο μικροέμπορας, δεν ταυτίζονται με την καμία. - Όροι όπως «μικροαστός», φορτωμένοι με τεράστιο ιδεολογικό βάρος, καλό θα ήταν αποφεύγονται.
- καμία σχέση το βαπόρι με το γιατρό και τον ντηλερά, άτομο που έχει χτίσει πολλά κόκκαλα στην παρανομία

Τέλος, για το ναύτη / ναυτικό που μεταφέρει ναρκωτικά στο ταξίδι, υπάρχει ειδικός όρος, ο μπακοτίλιας. Αν σου κολλήσουν τη στάμπα του μπακοτίλια, δύσκολα θα μπορέσεις να ξαναμπαρκάρεις.

Με συγχωρείς αν ακούγομαι λίγο αυστηρός, πάντα φιλικά μιλώ.

#3
Khan

#4
aias.ath

Σωστὸς ὁ Μαυρόγιαννος.

#5
HODJAS

Τζόνι, ο μπακοτίλιας ν' ανέβει!

#6
betatzis

Tη λέξη μπακοτίλια την έχει και ο Παπαδιαμάντης, με την έννοια των λαθραίων που φέρνουν κρυφά οι ναυτικοί από τα ταξίδια τους, για να συμπληρώνουνε το εισόδημά τους.

-« Τώρα, μ' αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! μήπως μπορεί κανείς να κάμει και τίποτα μπακοτίλια, να βγάλει κανένα λεπτό; Πώς να γλυτώσει απ' τα φαραώνια, που έλεγες τώρα;»

Από το διήγημα Κοκκώνα Θάλασσα, υπάρχει αναρτημένο στου σάραντ τη γειτονιά, (φαραώνια είναι οι τελωνοφύλακες).

Οπότε σωστός ο Μαυρόγιαννος, στον οποίο δικαιωματικά ανήκει ο ορισμός.

#7
ΝΤΙΝΟΣ

ESP pacotilla = (προφέρεται «πακοτίγια») => υποκοριστικό του pacote (=πακέτο) => φτηνό εμπόρευμα, χωρίς αξία, συμπράγαλα, μπογαλάκια, κλπ. που, παλιά, επιτρεπόταν σε ναυτικούς και ταξιδιώτες να επιβιβάζουν/μεταφέρουν/αποβιβάζουν αδήλωτα και αφορολόγητα στα λιμάνια. Η μετεξέλιξη του όρου κατέληξε να σημαίνει το ίδιο αλλά «λαθραία», εξ ού και τα ναρκωτικά. Αργότερα, πολιτογραφήθηκε και σα γαλλικός όρος «pacotille».

#8
HODJAS

!!!

#9
Khan

Αφού ο Τζόνι απέχει, δεν την ανεβάζει ο Ντίνος τη λημματάρα; Την έβαλα στο Δ.Π.

#10
ΝΤΙΝΟΣ

Προφ συνέβη κάτι σαν πρωθύστερο ή φλασμπακ, αν ανθίστηκα σωστά. Μπορώ να μετατρέψω το απλό σχόλιο σε λημματάρα. Μείνετε, λοιπόν, στην αναμονή (καπέλο).

#11
ΝΤΙΝΟΣ

Το πλήρες λήμμα μπακοτίλιας είναι στα σκαριά. Σιγοψήνεται στο ζουμί του. Εντός των ημερών, θα.
Μαζί και το γλωσσάρι μου frangrec.
Η αναμονή (καλλιγραφία) τελειώνει.

#12
jesus

corner boy στ' αγγλικά, αν το 'χω σωστά.