Δεν είμαι αεικίνητος, αλλά στρώνω τον κώλο μου σε ένα μέρος, λ.χ. σε καρέκλα μέσα σε γραφείο κ.τ.λ. και δουλεύω. Συνήθως δεν περιέχει σεξουαλικό υπονοούμενο και ωσεκτουτού δεν πρέπει να συγχέεται με το δίνω κώλο.

Αμάν αυτή η Sasha Grey! Την μια λατέρνατιβ κινηματογράφο με τον Stephen Soderbergh, την άλλη μόντελινγκ, την παράλλη φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Πότε θα στρώσει τον κώλο της κάτω να κάνει καμιά ταινία της προκοπής;

βλ. και κωλοκάθομαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Fotis Nitsiopoulos

τον στρώνω και ξεστρώνεται μόνος του, μέρες που 'ναι.

#2
iron

σημαίνει και προσπαθώ εντατικά («Δεν ήταν μόνο διάνοια, έστρωσε κώλο στη μελέτη και πέρασε πρώτος στο Πολυτεχνείο»)