Συμμετέχω ενεργά (και ενεργητικά) στο ευγενές άθλημα της πολλαπλής και ταυτόχρονης ερωτικής συνεύρεσης με διαφορετικά άτομα, καθώς καλή κι η μαλακία, αλλά με το σεξ γνωρίζεις κόσμο.
Μοιράζομαι με άλλον ή με άλλους κάτι που βρίσκεται σε λιγοστή ποσότητα, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί μόνο για ένα άτομο. Για κάποιους το παρτουζάρισμα είναι η απόλυτη ένδειξη αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης των αγαθών. Οι άλλοι, οι παρτάκηδες, να κόψουν το λαιμό τους, καθώς όπως όλοι γνωρίζουν, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.
- Είσαι να σου γνωρίσω την φίλη της Μαιρούλας;
- Παλιά. Την γνώρισα πριν από ένα μήνα, και εγώ και ο Τάκης, με την βιβλική έννοια του όρου...
- Τι λες τώρα;
- Την παρτουζάραμε πίσω από τα τρένα...- Έχω ξεμείνει τελείως. Έχεις κανένα τσιγάρο;
- Ένα μου 'χει μείνει.
- Είσαι να το παρτουζάρουμε;
- Μωρέ ξέρω τι σπαγκάι λάμα είσαι, αλλά έχε χάρη που μου δάνεισες το δεκάρικο προχτές...
- Κοίτα που το 'χα ξεχάσει τελείως...
- (Όχι ρε πστ!...)
14 comments
Khan
Σωστό, καθότι ετυμολογικώς < γαλλικό partir < λατινικό partio, που αμφότερα σημαίνουν μοιράζω, διανέμω. Αν δεν το ξέρετε, όχι, το πάρτυ με ούζα είναι παρετυμολογία.
Μεγάλε, μ' έφτιαξες! Την γνώρισα με την βιβλική έννοια του όρου. Νόμιζα πως μόνο ο Γιανναράς κι εγώ χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση! Πολύ χαίρομαι που υπάρχουν κι άλλοι.
Mr. Cadmus
Υπάρχει και άλλη εξήγηση: Η λέξη παρτούζα αποτελεί δάνειο της γαλλικής λέξης partouse/ partouze -> συγχώνευση των par (για) και tous (όλους), με εναλλακτική προφορά της κατάληξης από -s σε ze. Τουλάχιστον έτσι το'χε αναλύσει ένας παλιός μου μέγας παρτουζιάρης γάλλος συγκάτοικος.
Khan
Εννοείται ότι βγαίνει από partouse/partouze το θέμα είναι από πού βγαίνει αυτή η λέξη. Και τα δύο μοιάζουν πιθανά.
vikar
Λέγεται βέβαια και παρτουζώνω. Με την ίδια ακριβώς σημασία... :-Ρ
Ωραίος ο Μίστερ.
iron
partouze
Étymol. et Hist. 1907 «partie de cartes» (ds Esn.); 1919 «partie galante à deux» (ibid.); 1924 «partie de luxure à plusieurs» (ibid.). Dér. de partie*; suff. arg. -ouse*.
Pop. Partie de débauche au cours de laquelle les participants (dont le nombre excède généralement quatre), pratiquent l'échange des partenaires et se livrent à des activités sexuelles collectives et simultanées. Fille à partouse; arranger, organiser des partouses; participer à des partouses. Les gens de la haute ont inventé un vice nouveau. Tous ces blasés ne prennent plus grand plaisir à faire ce que vous pensez; le ragoût, pour eux, c'est de se le regarder faire entre eux. On appelle ça «La Partouse»! (J. Galtier-Boissière, La Bonne vie, 1925, p.256 ds Cellard-Rey 1980, p.586). En tant que fiancée, Madelon ne tenait peut-être pas son rôle aussi pudiquement qu'il eût fallu, elle excitait tout le monde, y compris les femmes, à ce point que je me demandais si tout ça n'allait pas se terminer en partouze (Céline, Voyage, 1932, p.499). V. partie ex. 28.
REM.
Partousier, subst. masc., hapax. Synon. de partousard. Une réputation de noctambule tapageur, buveur et partousier (Aymé, Passe-mur., 1943, p.42).
Prononc.: [paʀtu:z]. Étymol. et Hist. 1907 «partie de cartes» (ds Esn.); 1919 «partie galante à deux» (ibid.); 1924 «partie de luxure à plusieurs» (ibid.). Dér. de partie*; suff. arg. -ouse*.
DÉR. 1.
Partousard, partouzard, -arde, adj. et subst., pop. (Personne) qui participe à des partouses. L'infini, la diluante futilité des rites et démarches qui s'entortillent autour des gens du monde, gens du vide, fantômes de désirs, partouzards indécis attendant leur Watteau toujours, chercheurs sans entrain d'improbables Cythères (Céline, Voyage, 1932, p.92). Quant aux femmes elles étaient en majorité bien coquines coucheuses en diable semblait-il et probablement partouzardes (Queneau, Loin Rueil, 1944, p.153). − [paʀtuza:ʀ], fém. [-aʀd]. − 1reattest. partousard 1925 (ds Esn.); de partouse, -ouze, suff. -ard*.
2.
Partouser, partouzer, verbe intrans. Participer à, organiser une partouse. Une fille à deux tresses, rose, en bermuda blanc (...) se jeta au cou du plus costaud, agitant les guibolles hors du sol. Il la prit par les fesses, d'une main, et la souleva jusqu'à sa bouche. Il y eut un petit moment d'agitation, et je crus que les trente personnes présentes allaient partouzer (P. Bourgeade, New York Party, 1969, p.23 ds Cellard-Rey 1980). − [paʀtuze]. − 1re attest. 1966 partouzer (J. Perry, Vie d'un païen, II, La beauté à genoux, p.223); de partouse, -ouze, dés. -er.
BBG. −Chautard Vie étrange Argot 1931, p.440.
άν δεν σας φτάνει κι αυτό...
από το http://www.cnrtl.fr/
η μετάφραση άλλη ώρα, δεν προλαβαίνω, εκτός αν έχουμε καναν καλοθελητή για τα βασικά έστω.
Khan
Άτσα η παραπομπή στον Celine!
Khan
Αυτά μας τά 'πανε πολλοί μας τά'πε κι ένας Γάλλος!
Σημειωτέον ότι η παρτούζα είναι όπως λέει ο Γάλλος από τέσσερα ἀτομα και πάνω, στα τρία είναι απλώς τριολέ ή τρίτσα.
HODJAS
Εξ άλλου το μουσικόν τεμάχιον, συντεθειμένον εκ πλείστων ειδών, δίκην ανοσίου συνοικεσίου καλείται παρτιτούζα (βλ. κάθε μαλάκα που λέει στην όποια Μπήλιω οτι η μουσική του είναι το «πάντρεμα» ροκ+καραγκούνας ή έχει «στοιχεία» απο μπλούζ + ρεμπέτικο δηλ. η πούτσα με τη βούρτσα και το τρόλει με το βόλεϊ).
HODJAS
Επίσης παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι πουτάνα ή τσιγάρο (βλ. ιταλιστί fumare de la mignotta).
Galadriel
Σο, αν κατάλαβα καλά, παρτουζάρω=μοιράζομαι.
Khan
Χότζα γράφεις!
Επομένως, για να ευλογήσω τις δαγκάνες μου, δικαιώθηκε η ετυμολογία μου , partir και partie είναι συγγενικά, το ήξερα αλλά δεν ήθελα να στενοχωρήσω περισσότερο τον Mr Sad Cum. Εφόσον μάλιστα είναι από το partie μπορούμε να πούμε ότι το πολύ το Κάπα Κάπα δεν κάνει το παιδί μαλάκα αλλά partousard! τέλος, σπεκ στους προχώ Γάλλους που έχουν τη λέξη με αυτή την σημασία στην γλώσσα τους απ' τα '20ς!
Επισκέπτης
Ωρέ μόρτηδες και μόρτισσες, το παρτουζάρω ασχέτως συγκειμένου δεν αποδίδει σημασιολογικά τη μοιρασιά;Πέρα απ' το γεγονός ότι το αναφέρω ξεκάθαρα στην δεύτερη σημασία του λήμματος.
Δεύτερον, το μοιράζομαι δεν είναι το partir, αλλά το se partager. Partir σκέτο= αναχωρώ, φεύγω, την κανά. Η γαλλική ρίζα της παρτούζας είναι άλλη.
Τρίτον, άλλο το parti (πολιτικό κόμμα) και άλλο το partie (μέρος, τμήμα).
Mr. Cadmus
Επίσης, αν θες ντε και καλά να χρησιμοποιήσεις το ουσιαστικό part για το μέρος, τότε παίρνω μέρος, συμμετέχω=prendre part. Εναλλακτικά, faire partir de = to form part of = αποτελώ μέρος/ τμήμα σε κάτι.
Άλλη σημασία για το partir (μόνο του) = παίρνω δρόμο. Αλλά όχι παίρνω μέρος.
patsis
Λέγεται και ως «παρτουζώνομαι», χωρίς (απαραίτητα) παθητική διάθεση, γραμματική τε και πραγματική, όπως λέμε «γαμιέμαι» (περ. 2). Π.χ.:
Πω πω ρε πστ, μου θυμίσατε τότε που είχα καμακώσει μια ουαλέζα τουρίστρια μιλφ και την 17χρονη κόρη της και την ώρα που παρτουζωνόμασταν στην σουίτα του θέμις μπιτς, ανοίγει απότομα το παράθυρο [...]
Αυτό ήταν κάτι που συνέχεια μου το έλεγε η γυναίκα μου στις φαντασιώσεις της και κατάλαβα ότι την έφτιαχνε πολύ. Ήθελε αυτοί με τους οποίους θα παρτουζωνόμασταν να μας είναι κάτι το οικείο και να έχουμε κάποια σχέση μαζί τους.