1. Συμμετέχω ενεργά (και ενεργητικά) στο ευγενές άθλημα της πολλαπλής και ταυτόχρονης ερωτικής συνεύρεσης με διαφορετικά άτομα, καθώς καλή κι η μαλακία, αλλά με το σεξ γνωρίζεις κόσμο.

  2. Μοιράζομαι με άλλον ή με άλλους κάτι που βρίσκεται σε λιγοστή ποσότητα, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί μόνο για ένα άτομο. Για κάποιους το παρτουζάρισμα είναι η απόλυτη ένδειξη αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης των αγαθών. Οι άλλοι, οι παρτάκηδες, να κόψουν το λαιμό τους, καθώς όπως όλοι γνωρίζουν, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.

  1. - Είσαι να σου γνωρίσω την φίλη της Μαιρούλας;
    - Παλιά. Την γνώρισα πριν από ένα μήνα, και εγώ και ο Τάκης, με την βιβλική έννοια του όρου...
    - Τι λες τώρα;
    - Την παρτουζάραμε πίσω από τα τρένα...

  2. - Έχω ξεμείνει τελείως. Έχεις κανένα τσιγάρο;
    - Ένα μου 'χει μείνει.
    - Είσαι να το παρτουζάρουμε;
    - Μωρέ ξέρω τι σπαγκάι λάμα είσαι, αλλά έχε χάρη που μου δάνεισες το δεκάρικο προχτές...
    - Κοίτα που το 'χα ξεχάσει τελείως...
    - (Όχι ρε πστ!...)

Louis Ferdinand Celine (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified