Ο όρος έλκει την καταγωγή από την αργκό των Η/Υ. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο του γκουρού που σημαίνει ειδήμων, βαθύς γνώστης θεμάτων των Η/Υ και της Hi Texh γενικότερα. Το λέμε συνήθως για άσχετους που το παίζουν επαΐοντες. Στην κυριολεξία, κουρού είναι είδος τυροπιτακίου χωρίς σφολιάτα (βλέπε σχετικό μήδι).
-Άκουσα ότι αυτός ο καινούριος είναι γκουρού.
-Κουρού είναι! Χθες μου γάμησε το registry και δεν μπορώ να το συνεφέρω.Ήρθε απ' την εταιρεία ένας κουρού και τα έκανε κουλουβάχατα. Όλοι οι servers αλλάξαν IP. Τι να σου πω, χαμός. Μπλέχτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλεςμ!
3 comments
HODJAS
Κουρού (τουρκ.)=στεγνός, ξερός.
Εξ ου και κουρού μπουγάτσα (δηλ. αδειανή χωρίς τυρί κλπ) και κουρού τσεσμέ = κρήνη που στέρεψε.
poniroskylo
Χότζαμ, kuru στα τουρκικα είναι βέβαια αυτό που λες αλλά κουρού μπουγάτσα είναι αυτό που λέει ο πάνος. Η λέξη κουρού στα ελληνικά χαρακτηρίζει πλέον το είδος της ζύμης, η οποία δεν είναι ζύμη για φύλλο και η οποία, σε σύγκριση με τη ζύμη του φύλλου της κλασικής μπουγάτσας, είναι μάλλον στεγνή και λίγο τριφτή - εξ ου και. Με τη ζύμη αυτή γίνονται τυροπιτάκια κυρίως, αλλά μπορεί να είναι και η γέμιση κιμάς ή κάτι άλλο. Εδώ έχει μια ελληνική συνταγή και εκεί έχει μια τούρκικη συνταγή. Και η τούρκικη kuru poğaça έχει γέμιση - πάλι τυρί ή κιμά.
Την μπουγάτσα που δεν έχει γέμιση στη Σαλονίκη τουλάστιχον τη λέμε σκέτη μπουγάτσα.
HODJAS
Σόρρυ. Όντως η κουρού είναι η εικονιζόμενη απο τον Πάνο.
Μπορεί και να κάνω λάθος για τις γεύσεις (σήμερα φτιάχνεται και με γέμιση).
Μια φορά που είχα φάει στη Σαλονίκη κουρού ορίτζιναλ (όπως πληροφορήθηκα), δεν είχε τίποτα μέσα, ήτανε σκέτη σαν ψωμάκι.
Μποάτσα οι Τούρκοι λένε το ξασμένο φύλλο.
Στην Ευελπίδων άκουσα μια πετυχεμένη πουράκλα δικηγορέσσα να ζητάει (με ύφος) απο τον καψιμιτζή τυρόπιτα γκουρού...