Γίνομαι ἀμβλύνους, βραδύνους, χοντροκέφαλος κλπ, δηλαδὴ γκαγκά.
Τὸ ἔτυμον προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλική, ὅπως ὀρθῶς σημειοῦται στὸ οἰκεῖο λῆμμα, κατὰ τὴν σειρά: gaga > γκαγκά > γκαγκεύω.
Ὁ γιατρός:
- Πολὺ καλά, κυρία μου, μπορεῖτε τώρα νὰ σταματήσετε τὰ φάρμακα.
- Ἂχ, ὡραῖα γιατρέ μου, διότι εἶχα ἀρχίσει νὰ γκαγκεύω...
3 comments
GATZMAN
Καλό!
Επισκέπτης
Ναί, Gatz, εἶναι τόσο καλό, ποὺ μόλις τὸ ἄκουσα νόμιζα ὅτι πρόκειται γιὰ κάτι σὰν καλιμπιστίρι, περπούτσι, καὶ τὰ παρόμοια. Μετά μπῆκα στὸ πνεῦμα, καὶ ἔσπευσα νὰ τὸ ἀνεβάσω.
mariahomorfi
δεν ειναι απαισιο να σε λενε γκαγκακη;
σιγουρα την κοροιδευανε στο δημοτικο