Γίνομαι ἀμβλύνους, βραδύνους, χοντροκέφαλος κλπ, δηλαδὴ γκαγκά.
Τὸ ἔτυμον προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλική, ὅπως ὀρθῶς σημειοῦται στὸ οἰκεῖο λῆμμα, κατὰ τὴν σειρά: gaga > γκαγκά > γκαγκεύω.
Ὁ γιατρός:
- Πολὺ καλά, κυρία μου, μπορεῖτε τώρα νὰ σταματήσετε τὰ φάρμακα.
- Ἂχ, ὡραῖα γιατρέ μου, διότι εἶχα ἀρχίσει νὰ γκαγκεύω...