Γίνομαι ἀμβλύνους, βραδύνους, χοντροκέφαλος κλπ, δηλαδὴ γκαγκά.

Τὸ ἔτυμον προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλική, ὅπως ὀρθῶς σημειοῦται στὸ οἰκεῖο λῆμμα, κατὰ τὴν σειρά: gaga > γκαγκά > γκαγκεύω.

γιατρός:
- Πολὺ καλά, κυρία μου, μπορεῖτε τώρα νὰ σταματήσετε τὰ φάρμακα.
- Ἂχ, ὡραῖα γιατρέ μου, διότι εἶχα ἀρχίσει νὰ γκαγκεύω...

κατερινα γκαγκάκη, κριτής x-factor (από johnblack, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified