Γαμώ το σόι μου, μεταφορικά την κακοτυχία μου, την αναποδιά μου, τη γκαντεμιά μου κλπ.

Χρησιμοποιείται επίσης και σιμσελέ και σιμσιλέ.

Τι 'ταν αυτό το κακό που μας βρήκε πάλι, γαμώ το σεμσελέ μου.

Δες ακόμη: σιμσιλέ, σεμσελέ, γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iwn

επίσης για λόγους αποφυγής της μονοτονίας, μπορεί ν αντικαταστήσει και το «-γαμώ τη θεία μου τη χορεύτρια»