Μια κοπέλα τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα, τουτέστιν, το απόλυτα θηλυπρεπές πουσταρέλι.

Η εικόνα παραπέμπει στο αρχέτυπο του ξεφωνημένου πουστοσέξουαλ μόδιστρου.

- (Πούστης / αδελφή:) Οι σχετικοί όροι είναι πολλοί, έτσι, π.χ. η αδελφή αναφέρεται και ως αγορίτσι, γυναίκα σκέτη, ντούρντουλο, σουρλουλού, κραγμένη, ξεφωνημένη, γυναίκα τελειωμένη μέχρι στρίφωμα, κλπ.
(«Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

(από Vrastaman, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified