Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Υπάρχει και το καλλιαρντό «δίκελε», που σημαίνει «δες».

#2
vanias

να μη συγχέεται :)

#3
alamo

Που είναι ο Γιόσωνας στη Πουτανοκαρδαμούλα;

#4
vanias

Βορειοανατολική Χίος. Το τι λέει το στόμα τους εκεί πάνω, δε γράφεται...

#5
electron

το τι λέει ο στόμας τους...

#6
dryhammer

Δικέλλι, η τσάπα με τα δύο «νύχια» για σκάλισμα και ξεχορτάριασμα. Ίσως από τη διχάλα. Στα Καρδαμυλίτικα, παραπέμπει στα ακαλυπτα σκέλη σαν το δικέλλι οπτικά, ιδίως όταν ανάμεσα υπάρχει και κενό.