Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.
Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.
- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...
6 comments
allivegp
Υπάρχει και το καλλιαρντό «δίκελε», που σημαίνει «δες».
vanias
να μη συγχέεται :)
alamo
Που είναι ο Γιόσωνας στη Πουτανοκαρδαμούλα;
vanias
Βορειοανατολική Χίος. Το τι λέει το στόμα τους εκεί πάνω, δε γράφεται...
electron
το τι λέει ο στόμας τους...
dryhammer
Δικέλλι, η τσάπα με τα δύο «νύχια» για σκάλισμα και ξεχορτάριασμα. Ίσως από τη διχάλα. Στα Καρδαμυλίτικα, παραπέμπει στα ακαλυπτα σκέλη σαν το δικέλλι οπτικά, ιδίως όταν ανάμεσα υπάρχει και κενό.