Δύσχρηστος, ιδιότροπος, παράξενος.

Πιο συγκεκριμένα, το μπίζηλο αντικείμενο μπορεί να είναι:

1) περίπλοκο, που θέλει μανούβρα για να δουλέψει.
2) ζόρικο, που δεν παίρνει μπρος ή δεν ξεκολλάει αν δε βάλεις δύναμη.
3) άβολο, που δεν μπορείς να το κουμαντάρεις εύκολα λόγω διαστάσεων ή σχήματος.
4) λεπτεπίλεπτο, που θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να μη χαλάσει.

Αντίστοιχα, ο μπίζηλος άνθρωπος μπορεί να είναι:

5) αλλόκοτος, sui generis και δε βγάζεις άκρη μ' αυτόν.
6) τσαμπουκαλεμένος και δεν τον κάνεις καλά εύκολα (άσε δε που δε σου κάθεται).
7) ασθενικός, μη μου άπτου και φοβάσαι να τον ζορίσεις μη σου πάθει τίποτα.

Άλλες μορφές: πίζηλος, πίζουλος, μπίζουλος.
Συνώνυμα: ζόρικος, τζαναμπέτικος.
Αντώνυμα: μανιτζέβελος, ματζόβολος.
Ετυμολογία: πιθανόν από το επίζηλος, βλ. τη συζήτηση εδώ.

  1. - Πήρα, που λες, ένα κρεβάτι απ' το ΙΚΕΑ σε κομμάτια, με τις οδηγίες χρήσης του, με το άλεν του, με απ' όλα. Ε, ακόμα κοιμάμαι στον καναπέ. Πολύ μπίζηλο πράμα, τρεις άνθρωποι μαζευτήκαμε και δε βγάλαμε άκρη πώς διάολο συναρμολογείται η μαλακία.

  2. - Άντε ρε μάστορα, ακόμα να τη φτιάξεις τη ρημάδα τη βρύση;
    - Είναι μπίζηλο, παιδάκι μου, (γκννν!) κι έχει κολλήσει (γκνννχ!), αλλά θα του δείξω εγώ (γκνννννννχ!) πώς γαμάει ο Πειραιάς!
    (η βρύση σπάει και τους κάνει όλους μουνί)

  3. (σε μετακόμιση)
    - Έλα, έλα, έλα...
    - Φέρ' το δεξιά!
    - Αριστερά πήγαινέ το!
    - Ελάτε και οι δύο πίσω, γιατί θα βρείτε!
    - Μα γαμώ το ξεσταύρι μου, ρε Κώστα, πώς τα πακέταρες έτσι τα πράγματά σου; Τι μπίζηλο κουτί είν' αυτό, δε χωράει πουθενά!

  4. - Τι σιχτίρ είν' αυτό πάνω στο κομοδίνο, ρε Τασία, με τη ρόδα και τα νερά και τα κέρατα;
    - Καταρράκτης, Γιώργο μου!
    - Ποιος ήρθε;
    - Φενγκ σούι είναι, Γιώργο μου! Χρειαζόμαστε τρεχούμενο νερό στα ανατολικά για να κόβει την πορεία των αρνητικών κυμάτων απ' τη γρουσούζα την κυρά-Μαρία απέναντι και... ΜΗ! Μην το πειράζεις! Θα χαλάσεις τη ροή!
    - Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

  5. - Ρε συ, αυτός ο Στέφανος τι καπνό φουμάρει; Πολύ μυστήριος μωρ' αδερφάκι μου... όλο μουρμουράει κάτι περίεργα και τους κοιτάει όλους με μισό μάτι. Στέκει;
    - Μωρέ στέκει, αλλά είναι μπίζηλος. Καρακοσμάρα, μη δίνεις σημασία.

  6. - Δε μου λες βρε Λίλιαν, ο Νίκος είναι γκέι;
    - Καλέ όχι, γιατί το λες αυτό;
    - Γιατί του την έπεσα στυγνά στο μπαρ και του 'κανα γκλίνγκι-γκλίνγκι τα κλειδιά του σπιτιού μπροστά στη μούρη του, κι αυτός, αντί να μ' ακολουθήσει με τη γλώσσα έξω, μου γύρισε πλάτη κι άρχισε να μιλάει με τον κολλητό του για την ΑΕΚ!
    - Α, ναι, είναι λίγο μπίζηλος. Του έχει καρφωθεί ότι μόνο οι άντρες κάνουν την πρώτη κίνηση και τσαμπουκαλεύεται - και καλά. Την επόμενη φορά, περίμενε μέχρι να φτάσει στο τέταρτο ποτό και να πάρει το γνωστό ηλίθιο ύφος. Μετά, τον κάνεις ό,τι θέλεις.
    - Ντεφά;
    - Αφού σε λέω...

  7. - Καλή ’ναι η κοπελιά ντου, μα μου φαίνεται πολλά μπίζηλο πράμα και το σκέφτομαι να την κάμω νύφη.
    (πάλι από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Pirate Jenny

Ρε σεις, δεν έχουμε καταχωρίσει το ντεφά (εκ του ντε φάκτο). Αλλά είναι ντεφά ή ντε φα, άραγες; Και γιατί δεν το πολυβρίσκω στο γκουγκλ; Δεν το λέτε σεις στο χωριό σας; Ή είναι πολύ ανεπίσημο (σλανγκ!) για γραπτό λόγο;

#2
xalikoutis

Πλήρης ο ορισμός, η λέξη προφ ακόμα λέγεται... Να σημειώσω και ένα πολύ κουφό συνώνυμο, που κινδυνεύει να εξαφανιστεί, από Δ.Κρήτη... για παιδιά και μόνο, αστρόλογο κοπέλι=ζωηρό, άτακτο, ιδιότροπο... Αντιγράφω τα ετυμολογικά από το λεξικό του Ξανθινάκη. «Από το βενετσιάνικο strolego=αστρολόγος, ψεύτης, απατεώνας. Μετέπειτα η λέξη σήμαινε τον πλανόδιο. Στην Κρήτη η σημασία της λέξης επεκτάθηκε και στο ζωηρό [...]».

#3
poniroskylo

Λέξη που έμαθα σχετικά μεγάλος και έκτοτε την λέω πολύ - στους δικούς μου τους κύκλους πάντοτε μπίζουλο. Σαφώς έλειπε.

Ετυμολογικά, μου κάθεται να είναι από το ιταλικό bizzaro που σημαίνει ακριβώς παράξενος και που παλιότερο βρίσκω ότι σήμαινε και ιδιότροπος, ευέξαπτος. Νο;

#4
xalikoutis

Μπαα, στάνταρ από το επίζηλος. Στην Κρήτη παίζει και το πίβουλος από το επίβουλος και το πιτήδειος από το επιτήδειος.

#5
Pirate Jenny

Το τι μας κάθεται ετυμολογικά (εμάς τους αστοιχείωτους, τουλάχιστον) μπορεί να είναι και παραπλανητικό. Υπάρχουν κανόνες για το πώς μετασχηματίζονται οι λέξεις από μια γλώσσα στην άλλη και σε βάθος χρόνου. Όχι κανόνες που αποφάσισε κάποιος φυσικά, αλλά που συνάγονται από τους ίδιους τους μετασχηματισμούς.

Ξέρω, μπακαλίστικα, ότι το ρ και το λ συχνά εναλλάσσονται, αλλά δεν ξέρω υπό ποιες προϋποθέσεις (με τι σύμφωνα πριν, με τι φωνήεντα μετά και δε συμμαζεύεται). Δεν ξέρω αν και πότε το α γίνεται η από ιταλικά σε ελληνικά. Και μου φαίνεται τελείως ξεκούδουνο το μπιζάρο (τόνος στην παραλήγουσα) ξαφνικά να ανεβάσει τόνο μια συλλαβή.

Κάποιος πιο ειδήμονας ίσως να ξέρει, βέβαια. :)

#6
xalikoutis

Για την κρητική βερσιόν - μπίζηλος - μια ακόμα λέξη που την αισθάνομαι να σχετίζεται φωνητικά και ίσως και να έχει παρεπιδράσει στο να κοτσάρεται αυτό το μ στο μπίζηλος, είναι το μπιστηκός (=έμπιστος). Ίσως από παρεπίδραση, ίσως από φωνητικό κανόνα επειδή συριστικό ακολουθεί στην επόμενη συλλαβή και στις δυο λέξεις (που δε συμβαίνει στα πίβουλος, πιτήδειος), ή μάλλον και από τα δυο, αφού οι λέξεις δεν έχουν κοινό πρώτο συνθετικό.

#7
jesus

παίζει κ το «πιπόλαιος» χαλικού;

#8
xalikoutis

πετυχεμένο, τζήζους!

#9
poniroskylo

Τι να πω, πάσο, δεν επιμένω, βέβαια, στην ετυμολόγηση από το bizzaro, έτσι κι αλλιώς μια εικασία ήτανε. Αλλά, την ίδια στιγμή συμφώνώ με το σχόλιο που κάνει ο ΤΑΚ στο μπλογκ του sarant που λέει «η ετυμολογία του Κοραή δε με πείθει καθόλου: η σημασιολογική απόσταση ανάμεσα στο επίζηλος (= ζηλευτός) και στο πίζουλος (= δύσχρηστος) είναι τεράστια». Άσε που αυτή η σημασιολογική απόσταση είναι κι ακόμα μεγαλύτερη - διότι, έστω ότι πήγαμε από το ζηλευτό στο δύσχρηστο και λεπτεπίλεπτο, στο τζαναμπέτικο και στο αλλόκοτο πώς πάμε; Κι εντάξει, επειδή το είπε ο Κοραής δε σημαίνει και ότι τελείωσε το πράμα - ίσως δε το γεγονός ότι πηγή είναι ο Κοραής, που έψαχνε καλή ώρα όπως κι άλλοι πιο σύγχρονοι να ανάγει διάφορα ξένα στα ελληνικά, να με κάνει και λίγο πιο καχύποπτο.

Από την άλλη, πάλι, αυτό που λέει η jenny για την δυσκολία του μετασχηματισμού από bizzaro σε μπίζουλο έχει βάση - ειδικά για το ανέβασμα του τόνου.