1) Κανονικά (και λεξικογραφημένα), αύρα λέγεται ένα ελαφρά θωρακισμένο αστυνομικό όχημα, που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή πλήθους. Αναφέρεται συχνά ως «της χούντας» (τότε τις είχαν για περιπολίες -για να μη γαμάνε το οδόστρωμα με τα τανκς κάθε τρεις και λίγο), αλλά ήταν σαφώς και της «δημοκρατίας».

Τα πρώτα μοντέλα (βρετανικής κατασκευής και προελεύσεως, αρχικά για στρατιωτική χρήση γύρω στον Α' Παγκόσμιο) δρούσαν και πριν την επταετία, ενώ το 1975 αντικαταστάθηκαν από κάτι καινούργια βελγικά, που γνώρισαν μεγάλες δόξες στις διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης. Αποσύρθηκαν οριστικά το 1981, τουλάχιστον απ' τους δρόμους. Τελευταία χρήση τους ήταν στη φύλαξη του αεροδρομίου.

Ο Τριαντάφυλλος εικάζει ότι «ίσως [λέγεται έτσι] επειδή είναι ελαφρύτερο από τα θωρακισμένα με ερπύστριες». Ο δε Μπάμπης δίνει την περιγραφή «οχήματα για την ταχεία μεταφορά αστυνομικής δύναμης». Μπορεί να λέει έτσι το προσπέκτους, αλλά οι αύρες δεν ήταν ταξί. Το ατού τους ήταν, πρώτον, ότι μπορούσαν να γκαζώσουν ατρόμητα μέσα από πλήθος και οδοφράγματα. Και δεύτερον, ότι δυο-τρεις μπάτσοι μπορούσαν άνετα να κατσικωθούν εκεί πάνω και να εκτοξεύουν δακρυγόνα, εν κινήσει άμα λάχει. Αυτά για τις παλιές αύρες.

2) Σήμερα όμως, αύρα λέμε ένα εντελώς διαφορετικό αστυνομικό όχημα: το κανόνι νερού (ή υδροβόλο, ή «Αίαντας» κατά την αστυνομική επιχειρησιακή ορολογία). Πάλι ελαφρά θωρακισμένο, αλλά πολύ μεγαλύτερο, ρίχνει νερό υπό πίεση -ακούγεται ακίνδυνο, αλλά να μη σου τύχει. Καινούργιο φρούτο στην Ελλάδα, έχει γράψει ιστορία σε άλλες χώρες (π.χ. στην Αμερική ενάντια σε μαύρους διαδηλωτές, στα ηρωικά σίξτιζ).

Εδώ σε μας πρωτοεμφανίστηκε στην Κερατέα, τώρα συχνάζει και στο Σύνταγμα ή όπου έχουμε ντράβαλα τέλος πάντων. Το μοντελάκι είναι ισραηλινό, και οι δυνατότητές του πολλές: διασκορπίζει πλήθος, καθηλώνει τους ευκίνητους, ενώ θεωρητικά επιτρέπει τη μίξη νερού με χημικά ή δακρυγόνο (κοινή πρακτική στη Γαλλία), ή με μπογιά («δεν ήμουν στη διαδήλωση, κυρ-αστυνόμε!» «αφού είσαι ροζ, ρε!»). Και φυσικά, τρομοκρατεί.

3) Τέλος, να σημειώσουμε ότι η λέξη αύρα δεν εξαφανίστηκε απότομα το '81 (που αποσύρθηκαν οι αύρες της μεταπολίτευσης), για να επανέλθει ως δια μαγείας το 2010. Ενδιαμέσως, χρησιμοποιήθηκε στον λαϊκό λόγο για να περιγράψει κάθε μυστήριο αστυνομικό όχημα (τζιπάκια, βανάκια, κλούβες, ό,τι), άλλοτε λόγω άγνοιας και άλλοτε μεταφορικά. Με αποτέλεσμα ένα τεράστιο μπέρδεμα αφενός, και να μείνει ζωντανή η λέξη αφεδύο -ώστε να πάρει καινούργιο σημαινόμενο 30 χρόνια μετά, που χρειάστηκε.

Πηγές: Ιός, Ελευθεροτυπία, Θεοδοσίου, βικούλα, Χότζας, deinosavros, jesus.

  1. (1976)
    Και βγαίνουν, που λες, οι αύρες, παίρνουν το οδόφραγμα της Πατησίων παραμάζωμα, σκορπίζει ο κόσμος, πέφτουν δακρυγόνα, της πουτάνας, μας κυκλώσανε, άστα. Μιλάμε για πολύ ξύλο.

  2. (2012)
    Δείτε τη φωτογραφία που ανέβασε το Prezatv στο Twitter με την αύρα να ρίχνει νερό πάνω στους διαδηλωτές!

  3. (1998)
    - Ωχ, κατεβάσανε αύρα!
    - Πού, πού;
    - Εκεί, εκεί!
    - Αυτό είναι κλούβα, γαμώ την ασχετοσύνη σου.
    - Ό,τι και να 'ναι τρέχα!
    - Φάε ένα μάχιμο...

  4. Η «τεθωρακισμένη ίλη εφόδου» που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1947, ως συνέχεια της περιβόητης κατοχικής μονάδας του Μπουραντά, μετασχηματίσθηκε μεν το φθινόπωρο του 1960 σε «Μηχανοκίνητον Υποδιεύθυνσιν» (και την επόμενη χρονιά διαφημίστηκε -ως «Τμήμα Κρούσεως»- στα επίσημα «Αστυνομικά Χρονικά»), η δύναμή της όμως περιοριζόταν σε κάποιες απαρχαιωμένες «αύρες» βρετανικής προέλευσης. «Σε μερικά απ' αυτά τα οχήματα, δεν έστριβαν καν τα τιμόνια για να φέρουμε βόλτα γύρω-γύρω την Ομόνοια», θυμάται ο κ. Ψυχογιός.
    (Ιός - «Πώς έφτιαξα τα ΜΑΤ»)

  5. AVRA MOWAG πρώην Ε.Α. πωλείται. Είναι πλήρως ανακατασκευασμένη και λειτουργική (Ground up restoration). Συνοδεύονται με μεγάλο στοκ ανταλλακτικών αλλά και ειδικά εγχειρίδια για το όχημα. Η τιμή της είναι 22.000 ευρώ και δίνει πληροφορίες ο Χρήστος.
    (επωλήθη...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από μπλε και χακί αποτελούνται τα κοινώς λεγόμενα ΜΑΤ, δηλαδή οι αστυνομικοί που είναι επιφορτισμένοι με τη διατήρηση της τάξης μέσω της καταστολής πλήθους (ή, για να το κάνουμε πιο λιανά, ματατζήδες είναι οι μπάτσοι που σπάνε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις. Δια ροπάλου.). Ο διαχωρισμός παραπέμπει προφανώς στο χρώμα της στολής.

Τα μπλε ανήκουν στην ΥΜΕΤ (Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης) και είναι βοηθητικό σώμα. Σε φουλ εξοπλισμό, φέρουν όπλο, γκλομπ, ασπίδα και κράνος. Συνήθως τούς κατεβάζουν όπου δεν προβλέπεται πολύ ξύλο, ή για ελιγμούς (περικυκλώσεις, αποκλεισμούς εισόδων / εξόδων και άλλα στρατηγικά), ή απλώς για καβάντζα. Πληθυντικός: τα μπλε, οι μπλε ή οι μπλέδες.

Τα χακί, οι κατεξοχήν ματατζήδες, ανήκουν στην ΥΑΤ (Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης). Ο εξοπλισμός τους περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω, αλλά και αλεξίσφαιρα γιλέκα, αντιασφυξιογόνες μάσκες, περικνημίδες και λοιπά προστατευτικά, δακρυγόνα και κρότου-λάμψης. Αυτωνών η εκπαίδευση είναι για πιο χάρντκορ καταστάσεις. Γι' αυτό και αν ψάξεις για φωτογραφίες με «ΜΑΤ», «καταστολή» κλπ, εννιά στις δέκα θα σου βγάλει χακί στολές. Πληθυντικός: τα χακί, οι χακί ή οι χακήδες. Σπανιότερα, λέγονται και πράσινοι.

Να μη συγχέονται με τους εκαμίτες, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την καταστολή πλήθους -αυτοί είναι καθαρά κομάντα. Παλιότερα, οι πρωτάρηδες τους μπέρδευαν (έβλεπαν τα χακί σε πλήρη εξάρτυση, ένα ομολογουμένως σχιακτικό θέαμα, και λέγανε αμάν! μας την πέσαν τα ΕΚΑΜ!) -αλλά έκαναν λάθος, διότι τα ΕΚΑΜ δεν είχαν κανένα λόγο να βρίσκονται σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Απ' τα δεκεμβριανά και μετά, τίποτα πλέον δεν αποκλείεται. Άντε με το καλό, να κατεβάσετε και στρατά στους δρόμους, να μην κοροϊδευόμαστε τέλος πάντων.

Δες και: καπελάκιας.

  1. Είμαι στα ΥΜΕΤ (μπλε με ασπίδες) και θέλω να θίξω το θέμα της προτροπής του κόσμου προς εμάς να ενωθούμε με το πλήθος ώστε αυτό νικηφόρο να μπει μέσα στην βουλή...

  2. Διμοιρίες έχουν περικυκλώσει την ΑΣΣΟΕ από απόσταση, μια μπλε Δεριγνύ και Πατησίων από την μεριά της καθόδου, κλούβα με χακί στην πλατεία Βικτωρίας ακριβώς έξω από τα πρώην FLOCAFE. Οι μπλέ είναι σε στάση αναμονής σε σχετική ετοιμότητα.

  3. Πριν λίγο εισέβαλαν μπάτσοι στον χώρο του σχολείου. Απέναντι έχει κλούβα με μια διμοιρία χακήδες, δυο περιπολικά και ασφαλίτικα.
    (όλα απ' το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιοκάφρος του αισχίστου είδους. Ειδικότητά του να αμπαλάρει και να πουλάει ανθρώπινο πόνο. Κάπου έχει ακούσει τη λέξη «δεοντολογία», αλλά του φάνηκε ύποπτη και δε θέλει πολλά πολλά μαζί της. Αυτό που θέλει είναι αίμα, σπέρμα, δάκρυα και αποκαλυπτικές φωτογραφίες.

Όσο πιο δράμα η ιστορία, τόσο χαίρεται το κοράκι. Όσο πιο ευαίσθητο το θέμα, τόσο ξεσκίζεται να το κάνει πρωτοσέλιδο και πρώτο θέμα. Δεν ξέρει τι παναπεί τεκμήριο αθωότητας, προσωπικά δεδομένα, ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κι άμα ξέρει, τα γράφει στ' αρχίδια του. Το κοράκι είναι:

  • Ο θεατρικός τύπος που χώνει το ματσούκι στη μούρη του θύματος και φωνάζει «Μόλις απανθρακώθηκαν η γυναίκα σας και τα τρία παιδιά σας! Δεδομένου ότι πέθαναν με φρικτούς πόνους ενώ εσείς δεν μπορούσατε να κάνετε τίποτα για να τα σώσετε, πείτε μας: πώς νιώθετε;»
  • Ο ανεύθυνος τύπος που δημοσιεύει όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο και Αριθμό Μητρώου ΙΚΑ κάθε ταλαίπωρου που κατηγορείται για οτιδήποτε ζουμερό. Αθώος, ένοχος, ζμπούτσατ.
  • Ο φορτικός τύπος που πιέζει επιθετικά για δηλώσεις, όχι κάναν αιρετό λειτουργό που τα 'χει κάνει ρόιδο (ποιος τους χέζει αυτούς, άμα δε μπλέξουν σε ροζ ιστορίες, δεν απασχολούν), αλλά τον χαροκαμένο, τον τραυματία, το θύμα, τον κατηγορούμενο. Εκεί συνήθως μαζεύονται πολλοί με τα ματσούκια τους, ακριβώς σαν τα κοράκια που γυροφέρνουν το πτώμα. Ή σαν τα Πουλιά του Χίτσκοκ.
  • Και κυρίως, ο επικεφαλής τύπος που αμολάει τους υφισταμένους να κυνηγήσουν αυτές ακριβώς τις «ειδήσεις» πάση θυσία, που βγάζει το θέμα στο πρωτοσέλιδο, που το κάνει μόνη και μόνιμη είδηση στο δελτίο, που το κρατάει εκεί μέρες και βδομάδες μέχρι να το ξεζουμίσει, που δεν έχει ιερό και όσιο.

Σε ιδιαίτερα πλανημένες περιπτώσεις, το κοράκι έχει πείσει τον εαυτό του ότι κάνει τη δουλειά του ως δημοσιογράφος. Συνηθέστερα, ξέρει πολύ καλά τι ακριβώς κάνει, και κάπως καταφέρνει να μην κόβει τις φλέβες του από ντροπή και σιχαμάρα. Τελεί είτε σε άρνηση, είτε σε αποδοχή, είτε σε κάποιο άλλο ψυχολογικό στάδιο του πένθους.

Υ.Γ. Αυτός ο ορισμός πιάνεται για υποκατηγορία του ορισμού του Χάνκοντα: «[Το κοράκι] γενικότερα μπορεί να λεχθεί για οποιονδήποτε εξ ορισμού και εκ θέσεως έχει συμφέρον να πάνε τα πράγματα άσχημα.»

  1. - Και καλά. Για τις οροθετικές πουτάνες, βγάλανε στη φόρα όνομα, επώνυμο, λοιπά στοιχεία, και μια φωτογραφία ΝΑ. Διότι πρέπει να προστατέψουν τους νοικοκυραίους απ' τις πουτάνες. Αλίμονο! Για τους οροθετικούς νοικοκυραίους, που τρέξανε μπουλουκηδόν να εξεταστούνε, δε θα βγάλουνε στη φόρα όνομα επώνυμο και λοιπά; Δεν πρέπει να πρστατέψουν τις πουτάνες απ' αυτούς; Και τις γκόμενές τους και τις γυναίκες τους; Αυτοί δεν είναι «υγειονομική βόμβα»; Ε;
    - Βρε πουλάκι μου κι εσύ, απ' τον πισινό της μυλωνούς ζητάς ορθογραφία. Περιμένεις δεοντολογία από τα κοράκια; Μυρίστηκαν αίμα και πλάκωσαν.
    - Μα, τα μουνόπανα, δεν ξέρεις πώς συγχύστηκα μ' αυτή την ιστορία...

  2. - Πρωί Ζαχόπουλος, μεσημέρι Ζαχόπουλος, απόγευμα Ζαχόπουλος, βράδυ Ζαχόπουλος!!! Ρε κορακιασμένοι δημοσιογράφοι την είπατε την είδηση μία, την είπατε δύο, την είπατε τρεις. Την καταλάβαμε φτάνει! Ο Ελληνικός λαός έχει λύσει όλα του τα προβλήματα, μόνο το θέμα Ζαχόπουλου πλέον απασχολεί τους Έλληνες! Στο διάλο ρε κοράκια δημοσιογράφοι, ΡΕ ΑΝΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟ ΛΕΜΕ! ΜΙΑ ΖΩΗ ΚΟΡΑΚΙΑ ΘΑ ΕΙΣΤΕ ΡΕ, ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΤΕ!!!
    (απ' εδώ)

  3. - Ρε συ, τι παίζει με τη γειτόνισσά σου; Στέκει, ή το 'χει χάσει; Εντελώς παρμένη μου φαίνεται.
    - Άσε, πονεμένη ιστορία. Αυτή είχε ένα γιο φαντάρο, που σε μια άδεια πήρε μπιστόλι και μπούκαρε σε τράπεζα να σηκώσει το ταμέιο. Σκάσανε μπάτσοι, έγινε καταδίωξη, και τέλος πάντων το παιδί σκοτώθηκε. Και το χειρότερο ξες ποιο είναι;
    - Για πε...
    - Πλακώσανε δημοσιογράφοι για δηλώσεις, κι εκείνη δεν το 'χε μάθει ακόμα, δεν είχε ιδέα. Κανείς δεν την είχε ενημερώσει. Και το 'μαθε απ' αυτούς, μπροστά στην κάμερα. Έπαθε σοκ, άστα να πάνε.
    - Καλά, κι αυτοί οι μαλάκες συνεχίζανε να τραβάνε;
    - Ρε πλάκα κάνεις; Πάρτι κάνανε τα κοράκια! Άλλο που δε θέλανε! Η γυναίκα μισοτρελάθηκε, κι αυτοί χαιρόντουσαν που τσίμπησαν «πλάνα με την τραγική μάνα».
    - Γαμημένα κοράκια...
    - Ε τι σε λέω;

  4. - Ρε μαν, έχω ξεμείνει από τσόντες. Να φέρω μία το φορητό σκληρό, να γράψω απ' τις δικές σου;
    - Δε γίνεται, τις έσβησα.
    - ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΛΕΕΙ;!
    - Να σου πω την αλήθεια, έκλασα μέντες. Σκέφτηκα ότι, κοίτα να δεις, εγώ κατεβάζω αβέρτα, νταξ; Πού ξέρω γω αν κάποιες από δαύτες είναι με ανήλικα. Που παίζει. Παιδάκια δεν έχω, δεν είμαι ανώμαλος, αλλά με παστάκια γουστάρω. Και πού ξέρω γω ότι μεθαύριο δε θα θα μου ψάξουνε το λάπτοπ. Και πού ξέρω γω ότι δε θα πούνε «α, εγληματίας, έχει παιδική πορνογραφία». Και είμαι και καθηγητής γυμνασίου. Ακόμα κι αν δε με πάνε μέσα, να με σφάξουν οι φυλακόβιοι στο γόνατο, τα κοράκια οι δημοσιογράφοι θα με φάνε ζωντανό! Θα καταστραφεί η ζωή μου! Και τι έκανα; Κατέβαζα τσόντες απ' το ίντερνετ όπως όλος ο κόσμος!
    - Καλά όλ' αυτά, αλλά το λάπτοπ σου γιατί να το ψάξουν;
    - Ε, άμα βρούνε μαύρο στ' αμάξι, μπορεί να κάνουν ψαχτική στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κινηματογραφική αργκό)

Η διαδικασία εύρεσης κατάλληλων τοποθεσιών για γύρισμα, είτε εξωτερικό (χωράφια, βουνά, λαγκάδια, αστικά τοπία), είτε εσωτερικό (σπίτια, λοιπά κτίρια). Ιδανικά, η τοποθεσία πρέπει:

  • να ανταποκρίνεται σε ό,τι ζητάει το σενάριο
  • να ταιριάζει αισθητικά με ό,τι ζητάει ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο διευθυντής φωτογραφίας
  • να βολεύει από πρακτική άποψη (παροχή ρεύματος, φυσικός και τεχνητός φωτισμός, να μπορούν να περαστούν καλώδια, να χωράει ο μπούμαν με το ματσούκι του κλπ)
  • να είναι εφικτό το πηγαινέλα και το κουβάλημα μέχρι εκεί, και να μπορεί να νοικιαστεί ο χώρος (ή απλώς να καβατζωθεί χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι)

Θεωρητικά, το ρεπεράζ είναι ξέχωρη αρμοδιότητα, και το κλείσιμο του χώρου (συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες ή/και τις αρχές) το αναλαμβάνει ο location manager (άλλο φρούτο αυτός). Στην πράξη, και τα δύο γίνονται συχνά απ' το ίδιο άτομο, ενώ άλλοτε το ρεπεράζ το κάνει κατευθείαν ο σκηνοθέτης ή ο σκηνογράφος.

Εκ του γαλλικού repérage, που σημαίνει εντοπισμός. Στα εγγλέζικα, ο αντίστοιχος όρος είναι location scouting. Δείτε και εδώ.

- Τι έγινε, ρε Μπάμπη, και φυσάς και ξεφυσάς;
- Άσε με, είμαι να σκάσω. Είχαμε χτες γύρισμα για το «Παλαμάρι του Βαρκάρη Νο 14», κι αυτή η βλαμμένη του ρεπεράζ μάς κουβάλησε σε μια παράγκα στη μέση του πουθενά, ένας θεός ξέρει πού τη βρήκε, για εσωτερικό στο καλύβι του βαρκάρη κιέτσ'. Και μας βγήκε η Παναγία.
- Γιατί, ρε;
- Ήταν δύο επί τρία, οι κάμερες δε χωράγανε καλά-καλά, οι ανάφτρες έμειναν απ' έξω, τα φώτα ήταν αδύνατο να στηθούν σωστά, κι έπιασε και βροχή κι άρχισε να στάζει το ταβάνι! Η ηλίθια νόμιζε ότι κάνει ρεπεράζ για Αγγελόπουλο, κι έψαχνε κάτι «γραφικό και αυθεντικό», κατάλαβες; Ρε κοπελιάαα! Τσόντα γυρίζουμε, γαμώ το φελέκι μου! Να χωράμε θέμε, να κάνουμε τη δουλειά μας!
(φανταστική ιστορία)

- Άκου, φίλος, γαμάτο σκηνικό που μας είπε η Σάντη! Έκανε ρεπεράζ για μια σειρά, και έπρεπε να βρει μια παραλία. Παίρνει τ' αμάξι, λοιπόν, αρχίζει την ψακτική, και είναι σ' ένα δρόμο που βλέπει θάλασσα από ψηλά. Κοζάρει κάτω μια εντελώς ερημική παραλία, παρκάρει και το σκέφτεται: μου κάνει, δε μου κάνει; Κι εκείνη τη στιγμή, σκάει ένα αμάξι απ' το πουθενά, βγαίνει ένας τύπος, κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, ΔΕΝ κοιτάει πάνω βέβαια, οπότε θεωρεί ότι κανείς δεν τον βλέπει. Πού να 'ξερε. Και γδύνεται τσιτσίδι, παίρνει φόρα, βουτάει κι αρχίζει να κολυμπάει ζωηρά, τραγουδώντας μ' όλη τη δύναμη της φωνής του [στη μελωδία του «La donna è mobile»]: «Ό-λα στον πούτσο μου! Ό-λα στον πούτσο μου!»
- Χαχα, τελέρε! Σκέψου τι ένταση έβγαζε ο τύπος!
(αληθινή ιστορία)

"The life of a movie location scout" (από Pirate Jenny, 06/04/12)La donna è mobile (από Pirate Jenny, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδεύω, εμπαίζω, ειρωνεύομαι, χλευάζω, εξαπατώ, παίρνω στο ψιλό, δουλεύω ψιλό γαζί, βγάζω - μεταφορικώς - γλώσσα. Ακούγεται πολύ στα Επτάνησα, λέγεται στην Κρήτη, πέρασε και στο ρεμπέτικο. Βλέπε και τη λεξη κογιόνι.

Ετυμ. < βενετ. cogionar (ιταλ. coglionare) < cogion «(κυριολ.) όρχις - (μτφ.) ανόητος, ηλίθιος» < μτγν. λατ. coleo < λατ. culeus.

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Έχω παπούτσια, ασκιά, λουριά, σαρδίνια, πισιλίνες,
μία καμιζιόλα ντάντινη, μα είναι από κείνες!
Τασκέτα, όμορφα φλασκιά, ό,τι αγαπάς να πάρεις.
ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ : Είμαι κουρέντες άθρωπος, α δε με κογιονάρεις.
ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Εδώ να κογιονάρουμε! Σ’ το λέω; δεν είν’ ούζο,
και α σου λέω ψέματα, να λάβω αρκουμπούζο.
(Δημήτριος Γουζέλης, από την κωμωδία «Ο Χάσης», Ζάκυνθος, 1790)

Τα ματάκια σου και τα κορδελάκια σου
με τουμπάρανε και με κογιονάρανε
Πώς μου τα 'φερες και μου την κατάφερες
και μου το 'σκασες, με το μάγκα το 'στριψες
(Ζαχαρίας Κασιμάτης, «Ωφ αμάν (Πίνω και μεθώ)»)

Με τη Μαριώ φουμάρουμε
το σύμπαν κογιονάρουμε
(Δημήτρης Αραπάκης, «Μεμέτης χασικλής»)

- Ρε σεις, πού βάλαμε το μινιντίσκ με τη συνέντευξη του Κολοκυθόπουλου;
(το μινιντίσκ είναι φάτσα φόρα στο τραπέζι)
- Το πήγε ο Στράτος στο αρχείο.
- Όχι ρε πούστη μου, εκεί μέσα γίνεται ο κακός χαμός, μόνο εγώ λείπω.
- Ε ψάξε μωρέ, πάνω πάνω θα είναι.
(είκοσι λεπτά αργότερα)
- Βρε παιδιά, δεν το βρίσκω, σίγουρα είναι στο αρχείο;
- Ναι ρε, στάνταρ λέμε, ψάξε λίγο ακόμα. Χαχαχα.
- Ρε, με κογιονάρετε;
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ, ψάρι!
- Τι μαλάκες είστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωτήριον έτος 1955, ένα παρακλάδι μιας μουσικής που τη λέγανε blues ή rhythm'n'blues ή race music και απευθυνόταν αποκλειστικά σε μαύρους Αμερικάνους -ενώ κατά τα άλλα θεωρούνταν πρόστυχη, φτηνή, παράφωνη, ή απλώς μουσική του διαβόλου- έφτασε στα αυτιά λευκών πιτσιρικάδων. Άλλαξε όνομα (rock'n'roll την είπανε), έκανε γκραν σουξέ και ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο. Οι γονείς τραβάγανε τα μαλλιά τους, και το χάσμα γενεών απέκτησε το δικό του soundtrack.

Έκτοτε, οι καυλοπιτσιρικάδες άρχισαν να κλείνονται στα γκαράζ τους, να γρατζουνάνε κιθάρες, να κοπανάνε ντραμς, και γενικά να κάνουν θόρυβο. Ως επί το πλείστον, οι εν λόγω πιτσιρικάδες ήταν εντελώς άμουσοι. Μετρούσαν τις συγχορδίες που ξέρανε στα μισά δάχτυλα του ενός χεριού, από μέτρο γάμα τα, από μελωδία ό,τι να 'ναι, από στίχους δε βαριέσαι, από ενισχυμένο ήχο μη με ρωτάτε να σας πω. Κατά μία σατανική σύμπτωση όμως, αυτό ακριβώς λαχταρούσαν οι συνομήλικοί τους: κάτι πρωτόγονο, ζωώδες και άμουσο. Και ιδού, απ' τα γκαράζ στις δισκογραφικές και στα πικάπ και στα charts, μια «καινούργια» μουσική, που αργότερα την είπανε garage. Εμείς εδώ τη γράφουμε και γκάρατζ, τη λέμε και γκαράζ. Γκαραζιά, λοιπόν, είναι το garage τραγούδι ή γενικά ο ήχος ενός garage συγκροτήματος.

Από τα 60's έχει κυλήσει πολύ νερό στ' αυλάκι, και ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα πιάνονται πλέον για γκαραζιές. Το πανκ και το ροκαμπίλυ έχουν γκάρατζ στοιχεία περίπου υποχρεωτικά, και συνήθως δε βγάζεις εύκολα άκρη τι είναι τι. Καμιά φορά, ο ερασιτεχνισμός (στη σύνθεση, στο παίξιμο, στην ηχογράφηση) σημαίνει γκαραζιά κατευθείαν. Από την άλλη, κυκλοφορούν άψογες παραγωγές με σούπερ ήχο από όντως ταλαντούχους μουσικούς που είναι σαφώς γκαραζιές -λόγω είδους. Η φαρφίσα είναι συνήθως κάρφωμα. Η βρωμιά και ο θόρυβος είναι σοβαρές ενδείξεις. Ενίοτε, όλα τα λεφτά είναι στο στιλάκι.

...Και επειδή είναι πολύ άχαρο πράγμα να περιγράφεις μουσική με λέξεις, αμέτε στα μήδια ν' ακούσετε και να πάθετε μόρφωση.

Παράρτημα: Σύνθετα ονόματα

Το γκάρατζ κολλάει εκ φύσεως με ένα σκασμό συγγενικά (και μη) μουσικά είδη, και η μουσική έχει σταματήσει προ πολλού να μπαίνει σε κουτάκια. Συνεπώς, ο ταλαίπωρος που προσπαθεί να βρει το «σωστό» (ΤΜ) χαρακτηρισμό για κάθε τραγούδι / συγκρότημα, αναγκάζεται συχνά να καταφύγει στην αυθόρμητη λεξιπλασία. Έτσι προκύπτουν ένα κάρο σύνθετα, που συνήθως δεν καθιερώνονται σε ευρεία χρήση (πόσο ευρείας χρήσης είναι αυτή η μουσική στο Σκυλαδιστάν, τέλος πάντων;), ωσεκτουτού δεν πολυπροσφέρονται για ξεχωριστά λήμματα στο σλανγκρ. Είναι όμως ευφάνταστα, εύχρηστα, άμεσα κατανοητά, εντελώς σλανγκ, και αξίζει να μαζευτούν κάπου. (Λέω εγώ τώρα.)

Έχουμε λοιπόν:

  • γκαραζορόκ
  • γκαραζοροκιά
  • γκαραζοροκάκι
  • γκαραζοροκενρόλ
  • γκαραζοροκενρολάκι
  • γκαραζοπάνκ
  • γκαραζοπανκιά
  • γκαραζοσέρφ
  • γκαραζοσερφάκι
  • γκαραζομπλούζ
  • γκαραζομπλουζιά
  • γκαραζοπόπ
  • γκαραζοποπάκι
  • γκαραζοφόλκ
  • γκαραζομέταλ
  • γκαραζομεταλιά
  • γκαραζοψυχεδέλεια
  • ψυχεδελογκαράζ
  • γκαραζοκελτιά
  • κελτογκαραζιά
  • κελτογκαραζοπανκιά
  • γκαραζοειδές
  • γκαραζοπανκοειδές
  • γκαραζοραμονοπανκοειδές
  • πανκογκαραζοντρήμ-ποπ
  • ...και πολλά πολλά ακόμα

Καιρό είχαμε να παίξουμε ατόφια γκαραζιά ε; [...] Πρόκειται για ένα κίνημα της rock που πρωτοεμφανίστηκε στη βόρεια αμέρικα κάπου στις αρχές του '60 και που μετέπειτα θεωρήθηκε από πολλούς σαν ο πρόγονος (προάγγελος) του punk. Κι αυτό γιατί πρόκειται για γνήσια, βίαιη κι ατόφια rock 'n' roll με δυνατές ασύνδετες ερασιτεχνικές συγχορδίες και απλούς στίχους βγαλμένους από την καθημερινότητα.
(από μουσικό blog, αναφερόμενο στους Detroit Cobras)

Αφιερώνω σε όλους μας μια παλιά αγαπημένη μου «γκαραζιά». Σκοτεινός ήχος, βιντεοκλίπ, αλλά κυρίως οι στίχοι περιγράφουν το μέρος που θα μας στείλει όλους η ομάδα μας με τις φετινές της εμφανίσεις: το ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ!
(από φίλαθλο φόρουμ, αναφερόμενο στους Fuzztones)

Εμένα σήμερα με ξύπνησε κατα τις εφτά μια φοβερή γκαραζιά που δεν μπορούσα να πιστέψω αν ήταν αλήθεια ή αν τό 'βλεπα στον ύπνο μου. [...] Μάλιστα guest σόλο κιθάρα κάνει κάποιος Guitar Wolf (αυτός κι αν τό ‘χει καμένο) του ομώνυμου γκαραζοραμονοπανκοειδούς group που μαζί με τις γνωστές μας πλέον απ’ το Kill Bill 5.6.7.8's είναι, λέει, τα δυο πιο ιστορικά γκαράζ συγκροτήματα της Ιαπωνίας. (από μουσικό blog, αναφερόμενο σε αυτό)

Ψυχεδελογκαράζ κουαρτέτο, τίγκα στο fuzz και τα βάθια σε κοντράστ με τα εγκεφαλικά κολλημένα beats, με παραμορφωμένες ψυχο-ποπ αναφορές και swamp γκρούβια. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
(από μουσικό site, αναφερόμενο στους Acid Baby Jesus)

Αυτά είναι! Γκαραζοπανκιές από τας μακρινάς Αυστραλίας. Με τα γκάζια πατημένα στο τέρμα και με ριφάκια που κινούνται κάπου μεταξύ Thermals και Undertones.
(από μουσικό site, αναφερόμενο στους Royal Headache)

Με φαρφίσα, σλάιντ και λιντ σα ξυράφι, rhythm section σα μπετόν ... και, τεσπα, γκαραζο-ροκ'εν'ρολ σίξτιζ, ρε παιδί μου [...]
(από αδιαμεσολάβητο site)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολίτικη έκφραση που αντιστοιχεί στο «η καρδιά μου καίγεται για αυτόν» και σημαίνει «τον λυπάμαι». Λυπάμαι όχι επιφανειακά ή με περιφρόνηση, αλλά πραγματικά, απ' τα βάθη της καρδιάς μου, και μου ματώνει η ψυχή. Συχνά συνοδεύεται από επιφωνήματα (αχ-βαχ) ή/και θρηνητικές χειρονομίες (με τα χέρια να πλέκονται σα σε προσευχή/ικεσία ή να ενώνονται στο στήθος πάνω απ' την καρδιά).

Συντάσσεται μυστήρια, πάντα με την αντωνυμία μπροστά και μετά το ρήμα (π.χ., αν ματώνει η ψυχή σου για τον Τζαννή, δε θα πεις «η καρδιά μου καίγεται τον Τζαννή», θα πεις «αχ τον Τζαννή, τον καίγετ' η καρδιά μου» ή «αχχ, τον καίγετ' η καρδιά μου τον Τζαννή»).

Παρ' όλο που η έκφραση (και τα θεατρικά που πάνε πακέτο με δαύτη) παραπέμπουν σε προσωπικές τραγωδίες, ανομολόγητο πόνο, τραγικούς θανάτους, αίμα, δάκρυα και λοιπά, μπορεί εξίσου να αναφέρεται σε μικρές ενοχλήσεις του τύπου «τον καημένο, έκατσε πολλή ώρα στον ήλιο και ίδρωσε». Όχι ότι λέγεται σαρκαστικά, απαραίτητα. Απλώς, οι Πολίτες είναι εντυπωσιακά θεατρικοί τύποι.

  1. — Καλέ τα 'μαθες; Ο Νικήτας, της Ευανθίας ο άντρας, έπαθε εγκεφαλικό κι έμεινε στον τόπο! — Αχ μη με το λες! Κι έχει και μικρό παιδί!
    — Άαχ, άσ' τα Κατινίτσα μου, εγώ την Ευανθία σκέφτομαι και την καίγετ' η καρδιά μου. Πώς θα τα φέρει βόλτα τώρα;

  2. Αχχ πουλάκι μου, σε κάηκ' η καρδιά μου που σε είδα να 'ρχεσαι φορτωμένος με τόσα πράματα σα χαμάλης. Γιατί μπρε δεν είπες να κατέβουμε να σε βοηθήσουμε; Θα κοψομεσιαστείς!

  3. — Εγώ, γιόκα μου, εκείνα τα παιδιά που 'ναι στα ΜΑΤ, τα καίγετ' η καρδιά μου που τα βλέπω στην τηλεόραση να ξεροσταλιάζουν σ' εκείνηνα την πλατεία.
    — Τι λες, ρε γιαγιά; Είσαι στα σωστά σου; Σαν δεν είσαι, να το πεις, να φέρουμε παπά να σε διαβάσει.
    — Ε πώς, γιόκα μου. Αφού ζεβζέκηδες είναι, το βλέπεις στο μάτι τους που 'ναι σαν του μπαγιάτικου ψαριού, δε νιώθουν. Τι τους ζαλώνουν μ' όλα τα τούτα-κείνα και τους βάζουν να στέκουν μες στον ήλιο; Ντροπής πράματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποπ* τραγουδάκι. Ανάλαφρο, ακίνδυνο, εύπεπτο, πιασάρικο, χαρούμενο, ανεβαστικό, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, και πιθανότατα με ημερομηνία λήξης.

Δεν είναι εξ ορισμού αρνητικός χαρακτηρισμός (περί ορέξεως κολοκυθοκεφτέδες), αλλά πολύ συχνά λέγεται υποτιμητικά, ως συνώνυμο της φλωριάς. Μπορεί να αναφέρεται και σε τραγούδι άλλου, εντελώς διαφορετικού μουσικού είδους, οπότε δηλώνει τεράστια περιφρόνηση - διότι αν το πας για ντεθ μέταλ και σου βγει ποπ, φιλαράκι, κάτι έχεις κάνει λάθος.

Στην αγγλόφωνη μουσική ορολογία, popular music είναι θεωρητικά κάθε μουσική που κυκλοφορεί ευρέως (σε δίσκους, σε cd, στο ίντερνετ κλπ) και δεν είναι ούτε κλασική ούτε παραδοσιακή. Με αυτή την έννοια, «ποπ» είναι και η τζαζ και οι μπλουζιές και ο Φρανκ Σινάτρα να πούμε - αλλά και οι γκαραζοπανκιές, το μέταλ, το αλτέρνατιβ, τα πριόνια κι όλα αυτά τα πράγματα του Σατανά. Πρακτικά όμως, τα εν λόγω πράγματα του Σατανά περιγράφονται με τους δικούς τους όρους, και η λέξη «pop» μένει να χαρακτηρίσει τη *μη ειδικευμένη μουσική ευρείας κατανάλωσης. Αυτή που απευθύνεται σε νεαρόκοσμο χωρίς συγκεκριμένα γούστα ή απαιτήσεις, και που δε χρειάζεται πάνω από δύο ακροάσεις για να γίνει χιτάκι. Ποπ είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής.

  1. - Κι από μουσική, τι έλεγε το μπητσόμπαρο χτες;
    - Νωρίς κάτι έλεγε, έπαιζε μια χαρά ποπάκια, γουστάραμε, κουνιόμαστε, όμορφα. Αλλά μετά το γύρισε σε ρέγγε και σαρδέλαι, και πλακώσανε τα ρασταφάρια, γέμισε ο τόπος τζίβες και τράιμπαλ, και βαρεθήκαμε.

  2. - Τι θα γίνει με τον Παύλο, θα μείνετε μαζί, τελικά;
    - Χλωμό. Έχουμε ένα θεματάκι στη μουσική.
    - Ρε α πάαινε από κει, πόσω χρονώ είσαι, να πούμε, δεκαπέντε; Η μουσική είναι το θέμα μας τώρα;
    - Ρε Λενάκι, έχουμε θέμα, σου λέω! Έχει πέντε τέρρα mp3 και θέλει να τ' ακούει όλη μέρα σπίτι, και είναι όλα ποπάκια. Όλα, όμως! Φρίκη! Νταξ, δε λέω, θα τ΄ακούσω κι εγώ μια στο τόσο, δε θα βγάλω σπυριά, κι ένα αξιοπρεπές ποπάκι να το εκτιμήσω κιόλας. Αλλά πόσες ώρες σερί μπορεί ένας ενήλικας άνθρωπος ν' ακούει Lady Gaga και Rihanna, πια;
    - Εγώ στα 'λεγα όταν ήσουνα μικρή, να μη συχνάζεις στο Dark Sun, δε μ' άκουγες...

  3. - Παλιά δεν τους γούσταρα τους James καθόλου. Ένα-δυο τραγούδια τους μ' αρέσανε μόνο, και τα υπόλοιπα μου φαινόντουσαν ξενέρωτα ποπάκια, εντελώς αδιάφορα. Τώρα έχω αρχίσει να τους συμπαθώ.

  4. - Πολύ με άρεζε το Dance of Death των Maiden.
    - Πλάκα με κάνεις; Παπαριά είναι.
    - Όχι ρε, είναι πολύ προσεγμένο.
    - Φλωριά είναι.
    - Όχι ρε, δώσ' του μια ευκαιρία, είναι καλό λέμε.
    - Ποπάκι είναι.
    - Ε ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΟΠΑΚΙ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικά, ο τηλεφακός ή το τηλεσκόπιο ή το κυάλι. Χρησιμοποιείται και για αθώους και για πονηρούς σκοπούς.

Ετυμ. < τηλέ + μπανίζω

- Θέλω καινούργια φωτογραφική! Μια DSLR, ρε φίλε! Κι ένα φακό μ' αρχίδια!
- Γιατί, ρε, δε σου φτάνει η κόμπακτ που έχεις; Μια χαρά φωτογραφίες βγάζει.
- Ρε παιδί μου, είμαι ξερωγώ σε νησί για διακοπές και τραβάω αμέριμνος με τη μηχανούλα μου, και ξαφνικά σκάνε διακόσοι τουρίστες γύρω μου με δυο-τρεις τεράστιες DSLR ο καθένας και κάτι τηλεμπάνιστρα ΝΑ με το συμπάθιο, και κομπλάρω!
- Δηλαδή αισθάνεσαι μικροτσούτσουνος.
- Αμ μπράβο!

Για οικονομικό τηλεμπάνιστρο, θα πρότεινα τα τηλεσκόπια της Canon ή Nikon που παρέχουν 40~60x με σχετικά μικρό κόστος. Υπάρχουν adaptors για SLR στο προσοφθάλμιο. Η εικόνα δεν είναι τόσο κακή, το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα είναι η σφαιρική παραμόρφωση. [από φόρουμ]

- Είχα στήσει, που λες, το τηλεμπάνιστρο στην ταράτσα (κοψοχρονιά από Ρωσοπόντιο το 'χα πάρει, και μια Ζενίθ δώρο), να χαζέψω τον έναστρο νυχτερινό ουρανό, και ξαφνικά μου 'ρχεται πέτρα απ' το απέναντι μπαλκόνι! Ο γείτονας είχε αρχίσει τα μπαλαμούτια με τη γκόμενα, και νόμιζε ότι ήθελα να πάρω μάτι, κατάλαβες; Παρεξήγηση!
- Καλά, ναι, παρεξήγηση... Μας έπεισες.
- Καλέ αλήθεια σε λέω!

Επειδή οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί του τύπου «Κόφτης-Φόβητρο» είναι θρασύδειλοι, αν απειληθούν μαζεύονται, εκτός και αν ανήκουν ταυτόχρονα και στην κατηγορία «τρελός», οπότε τότε την έχεις κάτσει τη βάρκα και δεν βλέπεις πτυχίο ούτε με τηλεμπάνιστρο. [από μπλογκ]

Got a better definition? Add it!

Published

Κόβω βάναυσα (δηλαδή άγαρμπα ή αδικαιολόγητα), κάτι που εκπέμπω, μεταδίδω ή αναπαράγω. Χρησιμοποιείται κυρίως για ραδιόφωνο και τηλέοραση, αλλά έχει να κάνει και με σινεμά, με μουσική, κλπ.

Με την έννοια της απότομης διακοπής, σφάζονται:

  • Τραγούδια σε μπαρ, κλαμπ και τα τοιαύτα (π.χ. αν ο dj δεν αφήσει το κομμάτι να παίξει ολόκληρο ή όσο χρειάζεται τέλος πάντων, αλλά κάνει αλλαγή πάνω που είχες χαρεί)
  • Οι τίτλοι τέλους και τα credits (Για ταινίες και εκπομπές που προβάλλονται στην τηλεόραση, μόνο τα συνδρομητικά και το κανάλι της Βουλής ΔΕΝ τα σφάζουν. Για σινεμά, φοβάμαι ότι τα σφάζουν σχεδόν όλοι πλέον.)
  • Τραγούδια ή βίντεο σε εκπομπή (π.χ. αν βγούμε εκτός χρόνου και πρέπει να περάσουμε επειγόντως σε διαφημιστικό ή δελτίο)
  • Παραγωγοί, όταν τους κόβουν εν ψυχρώ στον αέρα (π.χ. όταν κυριολεκτικά «πιέζει ο χρόνος»)
  • Ο,τιδήποτε ακρωτηριάσει ο χασάπης (π.χ. στο μοντάζ)
  • Ο,τιδήποτε τύχει να μεταδίδεται την ώρα που πέφτει έκτακτο δελτίο (εδώ η διακοπή είναι συνήθως προσωρινή)
  • Ο,τιδήποτε οποτεδήποτε οπουδήποτε (αν πρόκειται για τεχνικό ή ανθρώπινο λάθος)
  • Το μόνο που δε σφάζεται ούτε σε περίπτωση πυρηνικής καταστροφής είναι οι διαφημίσεις...

    Με την έννοια της ματαίωσης, σφάζονται:

  • Ο,τιδήποτε προγραμματισμένο συμπέσει με σημαντική ζωντανή μετάδοση (π.χ. ομιλία πρωθυπουργού ή κάποιου ισχυρότερου, ΔΕΘ, λειτουργία, παρέλαση, ποδόσφαιρο κλπ)

  • Ολόκληρες σειρές (π.χ. αντί για δώδεκα επεισόδια που προβλεπόταν στο πρόγραμμα, τελικά προβάλλονται πέντε. Ή παίζουν μια-δυο σεζόν κανονικά, αλλά κανείς δεν παραγγέλνει ποτέ τις επόμενες.)
  • Ολόκληρες εκπομπές (π.χ. ο παραγωγός τσακώθηκε με τον διευθυντή και η εκπομπή πήρε πούλο)
  1. - Ποιος μαλάκας είναι στα ντεκς;
    - Γιατί μωρέ, καλά παίζει.
    - Τι καλά! Καλάθια και κοφίνια! Πήγε κι έσφαξε το Thunderstruck πριν προλάβω να χτυπηθώ! Και το άλλαξε σε «θα 'ναι σα να μπαίνει η άνοιξη»! Θα τον σφάξω!
    - Ώχου μωρέ, εσύ γκρινιάζεις κι όταν σφάζουν το Free Bird. Τι άλλο να το κάνουν δηλαδή, για σφάξιμο είναι, μισή ώρα κομμάτι.
    - Να μην το παίξουν αν είναι να το σφάξουν!
    - Να μην το παίξουν, τελεία.

  2. - Ωραίο το εργάκι, ε; Άντε, μάζεψε μπουφάν και πάμε να φύγουμε.
    - Όχι ακόμα, θέλω να δω τα credits!
    - Χέσε με ρε με τα credits, που σε κόφτει ποιος ήταν μπούμαν και ποιος ηλεκτρολόγος! Που σιγά και μην τα παίξει κιόλας, τι στοίχημα ότι θα τα σφάξουνε;
    - ...Τα σφάξανε.
    - Ε άιντε. Σκώσου.

  3. - Δε θέλω να σε αγχώσω, αλλά σε ψάχνει η κυρία Σοφία.
    - Εμένα!; Γιατί; Ωχ Παναγιάμου Δεκαεξακάναλη, τι έκανα πάλι;
    - Γιατί σου 'χε μείνει ένα λεπτό χρόνος μέχρι τις διαφημίσεις, κι αντί να χώσεις γέφυρα, έβαλες τραγούδι. Και σφάχτηκε, βέβαια. Χαϊβάνι, ε χαϊβάνι.

  4. - Τομπούστη τον Παρλαπιπόπουλο, τόση ώρα του λέω να το λήξει, κι αυτός της ψωλής του το χαβά, όλο «κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε, αν και μας πιέζει ο χρόνος όπως μας ειδοποιούν απ' το κοντρόλ» και μαλακίες! Μα το θεό, αν δεν έχει πει καληνύχτα σε οχτώ δευτερόλεπτα, θα τον σφάξω! Και στ' αρχίδια μου!

  5. - Έτοιμο το σποτάκι, το πάω στη ροή.
    - Κιόλας; Δε φαντάζομαι να το έσφαξες σαν προχτές που βιαζόσουνα, κι έφαγες ολόκληρη συλλαβή απ' το σπικάζ!
    - Σε παρακαλώ, με προσβάλλεις. Είπα έτοιμο, τώρα μιλάμε ή κλάνουμε; (Σάλτα και γαμήσου, παλιομαλάκα.)
    - Νταξναούμ, φίλος, ρώτησα. (Α σιχτίρ, παλιοσκιτζή.)

  6. - Πρέπει επιτέλους να απαλλαγούμε απ' αυτό το καρκίνωμα που λέγεται ΕΡΑ Σπορ. Δε γίνεται να σφάζουμε τόσες τοπικές παραγωγές για να αναμεταδίδουμε τον αγώνα χάντμπολ Παναιτωλικού-Κωλοπετεινίτσας. Δεν έχουν συχνότητα με πανελλαδική κάλυψη; Έχουν. Να αφήσουν τους περιφερειακούς σταθμούς ήσυχους!

  7. - Σούπω, παίζει ακόμα Doctor Who στο Σκάι ή το σφάξανε; Είχα δει κάτι επεισόδια, αλλά μετά τίποτα. Μήπως άλλαξε μέρα ή ώρα;
    - Χέστηκα. Εγώ τα κατεβάζω. Βάλε DSL, ρε κακομοίρη, που κάθεσαι κι ασχολείσαι με Σκάι. Είναι και τρεις σεζόν πίσω...

  8. - Ο Κούλογλου είναι σοβαρός δημοσιογράφος, γι' αυτό του σφάξανε την εκπομπή. Πολύ τον εκτίμησα τότε.
    - Δηλαδή άμα σφάξουνε την Πάνια, θα την εκτιμήσεις κι αυτήνα;

Η κυρά Σοφία (από anchelito, 28/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified