Φθηνή γκόμινα (το γουστάρω με «ι», πειράζει;) που νοιάζεται μόνο πότε θα πάει στο κομμωτήριο να κάνει ένα «μιζαμπλί», συνήθως ξενέρωτη και σαχλή, μέτρια στο κρεβάτι.

Βλ. π.χ. εδώ.

Ακούς εκεί, σήκωσε κεφάλι και το μιζαμπλί τώρα! Τζους ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Ετς. Από ό,τι κατάλαβα χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός και για τα τρία φύλα χε.

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Μάλλον έχεις δίκιο. Άλλωστε, εκπρόσωποι του είδους «μιζαμπλί» υπάρχουν πράγματι και στα τρία φύλα.