1. Η σανταποδαρούσα που δεν τσιμπάει, αρθρόποδο της ομοταξίας Diplopoda.

  2. Γέρος που τζοχαδιάζεται εύκολα.

  1. Σκότωσα ένα ντριλιμόναρο στην κουζίνα πριν από λίγο.

  2. - Γιατί έχεις τέτοια μούρη;
    - Με κατσάδιασε πάλι αυτός ο ντριλιμόναρος ο παππούς μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

εμένα μου άρεσε η λέξη, αλλά μήπως ξέρεις ετυμολογία καθώς και πού τη λένε;

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Την ετυμολογία δεν την ξέρω καθόλου... στο μόνο που μου πάει ο νους είναι το αρχ. ελλ. δρίλος = σκουλήκι, σαράκι. Τώρα, όσον αφορά την περιοχή, δεν είμαι σίγουρος. Μάλλον Επτάνησα ή Ήπειρο... κάτι τέτοιο. Τό 'χω ακούσει πάντως από κανα-δυο άτομα.