1. Η σανταποδαρούσα που δεν τσιμπάει, αρθρόποδο της ομοταξίας Diplopoda.

  2. Γέρος που τζοχαδιάζεται εύκολα.

  1. Σκότωσα ένα ντριλιμόναρο στην κουζίνα πριν από λίγο.

  2. - Γιατί έχεις τέτοια μούρη;
    - Με κατσάδιασε πάλι αυτός ο ντριλιμόναρος ο παππούς μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified