Τσιχριτζής ή τσιχριντζής: άλλος τύπος του τσικιρικιτζή.

- Κερνάς εσύ, έτσι;
- Πάλι εγώ ρε μάστορα; Όλο εγώ κερνάω.
- Έλα ρε, μη γίνεσαι τσιχριτζής τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified