Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Νεφέλη Απαράδεκτη

Γκατζετάκιας το ξέρω άλλα anyway στις δικές που λεξοπαραλλαγες .παρτο κ σκιστο