Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.
Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»
Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».
- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!
7 comments
Επισκέπτης
Φυσικά το νησιώτικο «Αρμενάκι» δεν έχει καμμία σχέση με την Αρμενία ή τους Αρμένιους...
Αλάριχος Τεκέλογλου
Εξυπακούεται! Εκείνο προέρχεται από τα «άρμενα», που νομίζω είναι τα πανιά, πβ. αρμενίζω κ.λπ.
HODJAS
Ταπεινά μπαρδόν για το φτωχό μήδι, αλλά δεν χωρούσε ολόκληρο το λίνκι του ΠΝ με τις ειδικότητες και δούλεψε κοπτοραπτική (καλαβοργική)...
patsis
Ας πούμε για τους μαύρους υπάρχει η, τώρα πια σχεδόν μόνο υβριστική, λέξη αράπης που αναφέρεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων, εκατοντάδων κρατών. Οι μαύροι όμως είναι (;) τόσο ξένο για τους ελληνόφωνους στοιχείο ώστε οι επιμέρους διαφορές στην εμφάνιση να χάνονται σε μια λέξη-χοάνη.
Πώς είναι η Καυκασομεσανατολική ψυχή δηλαδή; Τι συμπεριφορές και νοοτροπίες την χαρακτηρίζουν; Τι θα καταλάβει κάποιος για την ψυχή αυτού που χαρακτηρίζουμε με το λήμμα;
Για τις γυναίκες γούστα είναι αυτά, πάω πάσο. Ιδίως όμως αν μιλάμε για την ψυχή που αναφέρεις, το παράδειγμα μάλλον κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση (θετική).
«Καρφώνει μπιφτέκι» τι σημαίνει;
Επισκέπτης
SOSτος ο patsis! Για το 4. μάλλον αναφέρεται στο καρφώνει μπιφτέκια με την μύτη...
HODJAS
Απαντήσεις:
1α Αργεωσετπαλιρακσυρεγύφτος.
1β Είναι.
2α Λευκή, ψηλή με μαύρα μάτια και παίζει ούτι. 2β Καυκασομεσανατολίτικες. 2γ Αν είναι έξυπνος τίποτα, αφού το λήμμα δεν είναι ψυχογράφημα, αν είναι χαζός τίποτα ούτως ή άλλως.
3α Τα ρέστα μου. 3β Αν το παράδειγμα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, θα προκαλέσει ιδία υπαιτιότητι σύγκρουση με τον ορισμό και θα πρέπει να κάνει δήλωση (θετική).
4α Καρφώνει: Τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού ενεστώτα του συνηρημένου 3ης συζυγίας (εις -όω) ρήματος «καρφώνω», που σημαίνει καθηλώνω, ακινητοποιώ, τρυπώ, διαπερνώ και μεταφορικά προδίδω, κοιτώ επίμονα, επιτυγχάνω καλάθι εφαπτομένων των χειρών στην στεφάνη (καλαθοσφ.), γαμώ. 4β Μπιφτέκι: Εκ του αγγλ. beef steak ή γαλ. bifteque ή ιταλ. bistecca, πολτός κιμά μοσχαρίσιου (ή μεικτού) κρέατος, ο οποίος ζυμώνεται με αλάτι και πιπέρι και πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα. Άλλα υλικά που μπαίνουν στο μίγμα είναι η τριμμένη φρυγανιά (εναλλακτικά μουλιασμένο ψωμί), το ξυσμένο κρεμμύδι, το λάδι, το αβγό, το γάλα, ο μαϊντανός και διάφορα μπαχαρικά. Μτφ. Χώσιμο / Χοσέ Κουέρβο βλ. φάγαμε μπιφτέκι φίλος (στρατ.).
4γ Καρφώνει μπιφτέκι: Περονιάζει ένα μπιφτέκι μεθ’ οξέος οργάνου π.χ. πιρούνι, οδοντογλυφίδα, σουβλερή μύτη σαν του Μορφονιού κ.α.
Αλάριχος Τεκέλογλου
Σε αυτό αναφέρεται το 4, πράγματι. Όσο για τα σχόλια του patsis, τι να πω; Δεν είναι δική μου έκφραση, από αλλού την άκουσα, οπότε δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω, ώστε να πατσίσω με τον Πάτση.