Κυριολεκτικά ή ειρωνικά, αυτός που κάνει ζημιές. Θηλυκό: ζημιάρα.

Πολύ ζημιάρης μας βγήκε ο Πελοπίδας. Θα μας φάει όλα τα γκομένια, νομίζω;

(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified