Τα μπατζάκια σε μια ακόμα σλανγκ συνεκδοχή, καθώς κ η αντικατάστασή τους από όλο το παντελόνι, χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν κ την ικανότητα κάποιου να κρατάει το λόγο του, να είναι συνεπής, να προσέχει πού βάζει την υπογραφή του, να έχει μπέσα, ντομπροσύνη, ευθύτητα, γενναιότητα κ λοιπές αρετές που σε μια πιο παλιά εποχή, ήταν αυτομάτως κατανοητό, ότι διαμοιράζονται... αυθορμήτως κ αυστηρά μεταξύ του άρρενος πληθυσμού, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις πραγματική γυναίκαμε παντελόνια κ πολύ περισσότερο αληθινό άνδρα με φουστάνια, τα οποία έμενε να διεκδικήσουν πιο... αμφισβητούμενες αρετές, όπως η διπλωματικότητα, η πραότητα, οι μαγγανείες, η μυστικοπάθεια, η δειλία, οι πλάγιοι τρόποι κ κυρίως η... διάσπαση κ ο κατακερματισμός των αμιγώς ανδρικών αρετών δια του... πειρασμού που αντιπροσωπεύαν.

Κ με το δίκιο τους, εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, την υπογραφή κ το λόγο τους μόνο τα μπατζάκια είχαν τι να τα κάνουν. Όλοι οι υπόλοιποι τα είχαν ολοσχερώς άχρηστα.

Απαρχαιωμένος μπαμπαδισμός, που πλέον έχει κλειστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Απαράβατη αρχή για τον άνδρα προκειμένου να τιμά τα μπατζάκια που φοράει είναι να τηρεί το λόγο του, πολύ δε περισσότερο να σέβεται την υπογραφή του!
Όταν αυτό δεν το κάνει;..
εδωδά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μείγμα εκείνο, το αποτελούμενο από ασταθή συνδυασμό οργανικών και ανόργανων στοιχείων, ήτοι αποφολιδούμενων κυττάρων επιδερμίδας, σταγονιδίων λίπους, ιδρώτα κ άλλων σωματικών εκκριμάτων, σωματιδίων σκόνης, μορίων καυσαερίου, αιθάλης, τυρού, διαφόρων μικροοργανισμών παρενδημούντων στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, υπολειμμάτων βρωσίμων υλικών και οποιασδήποτε άλλης ουσίας επικάθεται κατά τη διάρκεια μιας πολυάσχολης μέρας επάνω μας...

Δημιουργείται κατά την γνωστή μέθοδο «πλάθω κουλουράκια», κατά ελαφρά παραλλαγή όμως, των δακτύλων χρησιμοποιούμενων ως πλάστη και τμημάτων του σώματος (αυχένα, πλάτη, στέρνο) χρησιμευόντων ως πεδίο τελικής επεξεργασίας.

assist: η μάνα μας...

Σταμάτα παιδάκι μου να τρίβεσαι, γέμισες μακαρόνια... άναψα το πιεστικό σήμερα, τσάκω τη σκαφίδα και σύρε στο πλυσταριό... και μην κουνήσεις από κει μέχρι νά 'ρθω... θα σ' τα κόψω τα πόδια... βρωμύλο...της μάνας σας μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοκοποτάτη έκφραση μαθητικής εσοδείας, υπονοούσα ότι το παλαιό ρητό εκφερόμενο σε στιγμές απελπισίας και αδιεξόδων επιβάλλεται ναρετουσαριστεί, ν’ αλλάξει ούτως ειπείν η απτική του μνήμη που παραπέμπει σε επώδυνα και τραυματικά ερεθίσματα, να αντιστοιχιστεί εννοιακά με φιλικότερο προς το υποκείμενο περιβάλλον.

Έτσι, προσεγγίζοντας τη γνώση που αποκωδικοποιεί έναν φαινομενικά αυθαίρετο και αναπάντεχο συσχετισμό, αποκαλύπτεται η σχέση ανάμεσα στην κυριολεξία και την ιδιωτισμικότητα, καθώς ο χρήστης συμφύρεται μ’ ένα σύμπαν όπου δεν υφίσταται η απειλή της βαρύτητας, όπου η αγνότητα, η καθαρότητα, η μυρωδιά της λεβάντας και της βανίλιας, η βελούδινη γεύση στη γλώσσα τον ωθούν απαλά προς την λησμονημένη παιδική ηλικία, πολύ πριν τους εξαναγκασμούς των κανονιστικών συμπεριφορών.

Οι λέξεις, κρατώντας μόνο την μουσική και το μέτρο τους σαν λεπτές σχεδόν αόρατες χορδές, συνδέουν ανεπαίσθητα τις αιχμές και την τραχύτητα του βουκολικού τοπίου με το θρόισμα των συμφώνων τους, το πλατάγισμα των κυμάτων, την εκούσια διολίσθηση σε αργιλώδη λυτρωτικά λουτρά.

Αυτά, για τα μούλικα!

Σε μια διαφορετική προσέγγιση τώρα, ψηλαφώντας τυφλά ανάμεσα από τη γλώσσα, οι πληροφορίες που υποσυνείδητα κατέχει ο διαστροφικός λεξιλάγνος χρήστης στο... πίσω μέρος του εγκεφάλου του, συντελούν ώστε να αποκαλυφθεί από ποια επιπλέον στοιχεία αποτελείται η ιδιωτισμική σημασία της έκφρασης.

Γνώστης της βοτανικής, ευλόγως συνδέει τον αφρό με την διασπερμάτευση σε πιο λάιτ εκδοχή, κάτι σαν με τρία τοις εκατό λιπαρά ένα πράμα.

Οι ανήσυχες αισθήσεις του από την άλλη πλευρά, τον κάνουν ν’ αναρωτιέται: τι χρώμα κρέμα; Σοκολατί; Κερασί; Κοκακολί;

Και φτάνοντας αναπότρεπτα στην ιδιάζουσα συνδυαστική του αντιληπτικότητα, συνθέτει το τρελό σκηνικό: Πάντελας και Βάγγελας κάπου στις Κυκλάδες, στη 99η στάση μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ώτα, τρία δεύτερα πριν το τέλος του κόσμου:
- Ναι, ναι, ΝΑΙ,ΝΑΙ, ΝΑΑΑΙΙΙΙ!!!
Αποτέλεσμα: μπρος αφρός και πίσω κρέμα.

Είναι βεβαίως βεβαίως αδιευκρίνιστο αν τα μούλικα κατέληξαν σε αυτό το επίπεδο ερμηνείας -κι ούτε μπορεί να διαπιστωθεί γιατί δεν λένε.

Το μέλλον θα δείξει.

Πω ρε κοίτα, η Τζούλια με περιμένει στις βρύσες κι η Μαριάννα στους καμπινέδες. Λες να τους σφύριξε κανένας ότι φασώθηκα με τη Σάσα;
- Τώωωρα, μπρός αφρός και πίσω κρέμα, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θήλεος κυρίως. Γυναίκα αργή, πλην όμως επιβλητική. Μυαλό να πλέει στα πελάγη. Στήθος πλούσιο, περίσσια λίπους στο σώμα (φουλ τα οιστρογόνα). Δέρμα λευκό και ζουμερό. Σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδος.

Κυρίαρχος προβληματισμός: γιατί δεν πιάνει το ντεκαπάζ; ποιος είναι ο αρχιτέκτων των χτιστών νυχιών; γιατί φουσκώνει ο καφές και ταυτοχρόνως χτυπάει το κουδούνι; και άλλα τέτοια υπαρξιακά.

Ο χαρακτηρισμός παραπέμπει στα θηλαστικά και μάλλον στα χαμηλότερα πατώματα της αλυσίδας, εκεί που σκέφτεται κανείς ένα χνουδωτό μαλακό πλάσμα, αραχτό, να θηλάζει οχτώ νεογνά, κρεμασμένα από τα βυζιά του.

Το αντίστοιχο σερνικό είναι «μάμαλος», αλλά εμπίπτει σε άλλη κατηγορία.

Δώρα: - Χτες πήγαμε στη Νίκη για καφέ. Τα τρίδυμα ξεσαλώναν, η ρωσίδα ήθελε να κάνει πάστρα, ήρθαν και τα μαστόρια για τις πόρτες, πέντε ώρες κάναμε να τον πιούμε, πολύ μαμάλω μωρέ παιδί μου.
Σοφία: - Δηλαδή τι έκανε; (άλλη μαμάλω αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοξική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού (τα ζώα ουδέποτε πίνουν ως γνωστόν) στην οποία υποπίπτει ούτος μετά από κατανάλωση άμετρου ποσότητας ξυλοπνεύματος. Το ξυλόπνευμα παράγεται και από την ξηρή απόσταξη του ξύλου όπως αναφέρεται εδώ. Κάθε πότος περιέχει ίχνη ξυλοπνεύματος και επαφίεται στην δεξιοτεχνία του μάστορα πότε και σε ποια ποσότητα θα πέσει στο μπουκάλι μας. Στην καθαρή του μορφή είναι συστατικό πολλών χημικών, διαλυτικών, καυσίμων και τροφίμων σαν υποκατάστατο της αλκοόλης. Η γλυκιά γεύση και η διαφάνειά του το καθιστούν μη ανιχνεύσιμο και ως εκ τούτου ευκόλως προστιθέμενο στα πιόματα με σκοπό τη νοθεία από διάφορους οπορτουνιστές, λαμόγια, κερδοσκόπους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Σε μεγάλες ποσότητες η χρόνια χρήση επιφέρει τύφλωση.

Η λέξη, αναφερόμενη στην εκούσια αλλά φευ παροδική επίδραση της ουσίας στα πάνω πατώματα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα των εκφράσεων που, σαν μαλακές, γλωσσικές φασκιές, διαφυλάττουν αλώβητη την επιθυμία του έλλογου όντος να κατακερματίσει τα όριά του, να κολυμπήσει, να πνιγεί η ακολουθώντας τον πνευματικό του άνεμο να στρέψει το πανί για τη δική του Γη της Επαγγελίας.

Ο μεθυσμένος πάσχων από έλλειψη πραγματικότητας, μετουσιώνεται στην φρυκτωρία του νου του σε αυτόν που αλήθεια είναι. In vino veritas. Ο έρωτας ανταποδίδεται, ο φόβος και οι συμβάσεις καταργούνται. Το αλκοόλ ρέοντας στα πιο βαθειά αυλάκια του εγκεφάλου θα εκμαιεύσει δια διηθήσεως την απάντηση στην αιώνια απορία μπρος στο απελπιστικά εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι άρρηκτα δεμένο με τον άνθρωπο, το γέλιο του, το κλάμα του το τελικό ναυάγιο.

Και καμία σχέση ο Βάκχος βεβαίως-βεβαίως. Ο Διόνυσος είναι η ελληνική μετάφραση του Βάκχου όπως η νταρντανομούνα είναι η ελληνική μετάφραση της παρενδυσίας. Οι μαινάδες που πίνοντας μόνο γάλα «κάραν πάλλουσι» και κραδαίνοντας εγχειρίδια και φίδουλες σκαρφαλώνουν ξυπόλυτες τα βουνά, που με τα χέρια ξεσκίζουν θηρία κ ανθρώπους, καταβροχθίζοντας και πετώντας τα κομμάτια στη γη, αυτές που με νυκτιπολίες στο τέλος του χειμώνα λυμαίνονται τους αγρούς καλώντας τους νέους χυμούς ν’ ανεβούν και να γονιμοποιήσουν το χώμα γι’ άλλη μια φορά, ουδεμία σχέση έχουν με διάφορα αναγώγια και καταγώγια όπου γίνεται φάση. Ίσως μια φευγαλέα πνοή τους φτάνει σε μας σήμερα σαν Αναστενάρια. Ιδού και ο εκφραστικός πλούτος που συλλέχτηκε σ’ αυτό το μέρος που ώρες - ώρες η εικονική πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από την πραγματική πραγματικότητα και επιπροσθέτως, εξόχως απενοχοποιητική.

Assist: ένας φίλο από το διπλανό τραπέζιμεγάλε α γειά σου χίκ!).

Βλέπε: αλκοόλα, Άλκης, Άλκηστις, αλάμπαρση,έμτυ φιούελ, είμαι κομμάτια, ζάντα, ζαμπόν, γίνομαι Γκόγκολ, γκαργκάνιασμα, γίνομαι γκολ, γίνομαι κουδούνι, γκρούγιος, κροκόδειλος, γίνομαι κώλος, γίνομαι χημείο, γκούμπριτος, καύσιμα, κουρούμπελο, κωλοτρυπίδι, ξίδια, κόκκαλο, κοκαλίγκα, τα κοπανάω, κουνουπίδια, κουστώ, κρασίς, κρασοπατινάδα, κρασοκατάνυξη, κραιπαλιάζω, λιώμα, λιάρδα, λιώσιμο, λυώνω, λιωσμάρα, λικερώνομαι, λιόστ, λιουμίδης, μεθυσμενάκι, μπέκρα, μπέβα, μπεκρίλα, μπεκροκανάτα, μπεκρόχεσα, Μπομπ Ντίρλαν, Μπυρακλής, μπυρούζο, μπυρόβιος, μπυρουέτες, ντίρλα, ντέφι, νεροχύτης, οινόπνευμα, Ορέστης Μακρής, ούζερ, πατημένος, πίνω τον κώλο μου, πίτα, πιώμα, ποτάκιας, πότης της ασφάλτου, πετρέλαιο, πλακάκι, ρούκουνας, σούρα, στρακόττο, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, την πίνω, τσικουδόχοιρος, τάπα, τζάλα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τα τσούζω, Τζακ ο αντεροβγάλτης, τύφλα, υγρόν πύρ, φορτωμένος, φιλτιμπίνι, φέσι, φέτες, φτιάχνω-ομαι, φυσέκι, χαϊντιρλάντερ, χάλια, χαλιέμαι, Χανγκάιβερ, χώμα

Ο Μήτσος και ο Τάκης κουτσοπίνουνε στο μπαράκι της Μπουμπούκας τα σχετικά Λιώσε Κουέρβο, Θήβας Ρίγκαλ, Kαυτή Σάρκα κ.τ.λ. Στο σβήσιμο πάνε μέσα από το πάρκο ρομαντικά, άντε και για κανένα τυχερό και άξαφνα ο Τάκης σκοντάφτει στο ποτιστήρι του γκαζόν, πέφτει πάνω σε κάτι πέτρες και σπάει ό,τι προεξέχει: μύτη, δυο δόντια, τρία δάχτυλα. Την άλλη μέρα, μετά την ανάταξη ο Τάκης κατάλαβε. - Μητσάρα, εγώ δεν ήπια απλώς, εγώ έπαθα ξυλοπνευματίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λίμνη των Ιωαννίνων Παμβώτιδα, υπήρχε ένα σημείο, λίγο μακρύτερα από τα ταβλοκαφενεία, που το λέγανε «το δώδεκα». Ο μύθος επισημαίνει ότι επειδή ήταν το βαθύτερο, (δώδεκα μέτρα έως το βυθό) εκεί ρίχνονταν όσοι ξέφευγαν από το Ψυχιατρείο, που τότε ήταν παραλίμνιο και ακόμη όσοι απελπισμένοι αποφάσιζαν να κόψουνε την άλυσο αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο για πάντα.

Εκτός του ότι οι λίμνες είναι φορτισμένες αιώνες τώρα με θρύλους για τέρατα, για απόκοσμες υπάρξεις, για στυγερές δολοφονίες αθώων, πλην εκπάγλου καλλονής νεανίδων που ανατάρασσαν τα πάθη, για παλικάρια που χάνονται στα νερά τους αναζητώντας την άπιαστη θηλύτητα, το μέρος εκείνο ανέδυε και κάτι από τη μοιραία και σκοτεινή γοητεία της εθελουσίας εξόδου στο Επέκεινα.

- Ρε συ, θυμάσαι τον Παντέλα;
- Ποιόν ρε, εκείνον που χρωστάει σ’ όσους μιλάνε Ελληνικά;
- Α γειά σου.
- Εκείνον που τ’ ανοίξανε το μαγαζί και τα σήκωσαν όλα τις προάλλες;
- Ετς.
- Ε…
- Τον παράτησε η γυναίκα του και του άφησε και τα τρία τους παιδιά.
- Ώι-ντάαα… είναι κατευθείαν για το δώδεκα ο τζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι λέγεται και ο μόνιμος, ημιμόνιμος ή ευκαιριακός θαμώνας των Κ.Α.Π.Η. Συνήθως πρόκειται για άτομο που έχει καβατζάρει τα δεύτερα –ήντα και επιπλέον λανσάρει κοιλίτσες, πατσαδάκια, καμιά ψιλοαναπηρία, διπλοσάγωνο, φάτσα πλισέ, ασιδέρωτη, σε συνδυασμό με συμπεριφορά αφήστε με να εκφραστώ, αφήστε με να ζήσω κι ας είμαι κάπως.

Η εξουσία προωθεί πολιτική ίσων ευκαιριών προς όλες τις μη προνομιούχες ομάδες (ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες –δεξιότητες, άτομα εξαρτημένα από ουσίες) κι έχει εξοβελίσει ακόμα και απ ’τη γλώσσα την μιζέρια, την ασθένεια και την ατυχία στη φυσική επιλογή λόγω μιας γενικής τάσης να φαίνεται πολιτικά ορθή αφενός, αφεδύολόγω του ότι όλοι οι πολίτες της χώρας είναι δυνητικοί καταναλωτές (βλ. γιαγουμποδάνεια).

Στη δεκαετία του ’60 ο συνταξιούχος έβγαινε μόνο στο καφενείο. Η φιγούρα της μαυροφορεμένης γιαγιάς-νίτζα ακόμα πουλιέται στα νησιά το καλοκαίρι σαν σουβενίρ. Από την άλλη πλευρά τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης θεοποιούν και βαλσαμώνουν τη νεότητα θεωρώντας την υπέρτατο αγαθό. Κορίτσια που μόλις βγήκαν από τη θερμοκοιτίδα (δεν τα γνωρίζει ούτε η μάνα τους), αιώνια ποθητά, μεγαλοστελέχη και νοικοκυρές ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν όλη μέρα πιστωτικές, αγόρια βελούδινα οδηγούν αυτοκίνητα αστραπές σε εξωτικά μέρη, δεκαπέντε αδύνατοι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι με τις μακαρονάδες, μικρά, έξυπνα παιδάκια τρώνε νόστιμο, χρωματιστό, γρήγορο φαγητό. Έτσι, το καπάκι αποκτά μια ψυχολογία ό,τι φάμε ό,τι πιούμε...

Αλλά η Ελλάδα δεν συνορεύει με το Λουξεμβούργο. Ζει στα γεωπολιτικά της αδιέξοδα. Και η πολιτική των ίσων ευκαιριών, εκτός από τη λαϊκίστικη χροιά που παίρνει λόγω μεσογειακού κλίματος, διηθείται αργά, αφού μέσα στη μάζα υφέρπει ο ρατσισμός (παράλjυτε, μόγκολε, ρετάρντ) και τα ανυπόστατα πρότυπα που προωθούνται από την τηλεόραση, τα περιοδικά, τον κινηματογράφο, θεωρούνται υπαρκτά (δεν ξέρω πότε, αλλά εγώ εκείνη την παρέα που πίνει καφεδούμπες κάνοντας ιππασία στο Λούρο θα τη βρω όπως και δήποτε).

Βέβαια δεν χαρακτηρίζεται εύκολα «καπάκι» ο ευθυτενής, περιποιημένος, ιδανικού βάρους ηλικιωμένος/-η που γνωρίζει από αμοιβαία κεφάλαια και κάνει διακοπές στην Βενετία. Ούτε ο Μπάρμπα –Γιώργος, ο θείος του Καραγκιόζη, που ζει σε στενή συνάφεια με τη φύση (εκτός αν πάει στο κεφαλοχώρι για ουκρανιζερί). Αυτοί εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες. Έχει δηλαδή το καπάκι και μια εσάνς παρακμιακού ξεσαλώματος.

Τηρουμένων των αναλογιών, καπάκι, για έναν δεκατριάχρονο είναι ο τριαντάρης που τα δίνει όλα στα μπουζούκια, για τον τριαντάρη, ο πενηντάρης που γλείφεται για τα πιπίνια και για τον πενηντάρη, μια ορατή και αναπόφευκτη απειλή όποτε παύει να χρησιμοποιεί τη λέξη μπας και τη γλυτώσει (αμ δε...).

Βροχερό Πάσχα σε επαρχιακό ξενοδοχείο Δ΄φεύγα κατηγορίας μυρωδιές οβελία και βε-σε ομού. Στη γωνία νέουρες με γυαλί, μαλλί και παντελόνι λη και κινητό σα προέκταση του χεριού.
- Κόψε ρε Νίνο τα καπάκια πάνω στα τραπέζια, χτυπιούνται σα να μην υπάρχει αύριο. Όρε πλάκες. Να φωνάξουμε τον αγροτικό λέω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαρφαλώνω, γραπώνομαι με κόπο, γαντζώνομαι, αγκομαχώντας, τρώγοντας νύχια, ματώνοντας πόδια, ιδρώτας με τους κουβάδες, τα χέρια μου έχουν βγάλει βεντούζες à la Spiderman ένα πράμα, το σώμα μου έγινε ένα με το βράχο, τα μάτια μου καθηλωμένα εκεί πάνω, θα ξοδέψω και την τελευταία σταγόνα ενέργειας και την τελευταία μου ανάσα, όσο πάει. Και να κατρακυλάω πίσω, δεν καταλαβαίνω Χριστό, συνεχίζω με περισσότερη ορμή.

Ο μαρτυριάρης Σίσυφος πρωταθλητής στο σπορ.

Τα αγριμάκια του Ψηλορείτη επιδίδονται με απαράμιλλο στυλ. Η φύσις γαρ...

Το' χω ακούσει και καρκατζαλώνομαι μάλλον για να μοιάζει με το γραπώνομαι που περιγράφει περισσότερο το φύλλινγκ του υποκειμένου (καρκατζάλωμα ή πιθανώς καρκάτζαλο).

Godfather: o Αυτοκτώ, η αφεντομουτσουνάρα μου κι ένας φίλο.

Άσε ρε Μπάμπουρα, είπα να κάτσω να δω τα exit polls 2009 στο σπίτι αλλά παπάρια Μήτσου τα δίδυμα καρκατζαλώνονταν συνέχεια πάνω μου και που... Ούτε πίτσες ούτε μπύρες.

(από gaidouragathos, 04/10/09)κι άλλο στυλάτο καρκατζάλωμα (από gaidouragathos, 04/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified