Το μπουρδέλο στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό kerhane, περσικής προέλευσης.
- Πες μου, νινέ (γιαγιά), τι θυμάσαι από την πατρίδα;
- Θυμάμαι, γιαβρί' μ, τη συνοικία με τους κερχανέδες... Εκεί δούλευα, αλλά μπεζέρισα μιάφορα κι εγίνηκα λοκαντιέρα...
7 comments
Επισκέπτης
Και ο πελάτης κερχανατζής;
Αλάριχος Τεκέλογλου
Λοιπόν, δεν περίμενα να έχουν και αυτή τη λέξη. Κανονικά οι πρόγονοί μου έλεγαν «κερχανετζής», αλλά υπάρχει και παρεφθαρμένος τύπος «κερχανατζής», όπως το έχει εδώ. Ασφαλώς, δεν είναι ο πελάτης, αλλά ο ιδιοκτήτης.
MXΣ
kerhaneci
Μιτζνούρ
kerhaneci ο ελληνιστί νταβατζής, από τον ταβά (δίσκος σερβιρίσματος) διότι ήταν αυτός που συνήθως κερνούσε τους καφέδες. [Αυτά μου τα είπαν άλλοι, να ξηγιόμαστε]
Vrastaman
Κερχανάς ή κιρχανάς, το κερχανές κτγμ είναι πληθυντικός.
[I]Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ΄ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει [/I]
(Ο Μπάρμπας μου ο Παναής)
vikar
Κερχανάδες απ' το κερχανάς και κερχανέδες απ' το κερχανές θα πείς στον πληθυντικό, κατα τα αραμπάς και καφενές αντίστοιχα.
Vrastaman
Χμου μπορεί να είναι κι έτσι!