κερχανές redirects to κερχανάς.

Το μπουρδέλο στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό kerhane, περσικής προέλευσης.

- Πες μου, νινέ (γιαγιά), τι θυμάσαι από την πατρίδα;
- Θυμάμαι, γιαβρί' μ, τη συνοικία με τους κερχανέδες... Εκεί δούλευα, αλλά μπεζέρισα μιάφορα κι εγίνηκα λοκαντιέρα...

Βλ. και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Και ο πελάτης κερχανατζής;

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Λοιπόν, δεν περίμενα να έχουν και αυτή τη λέξη. Κανονικά οι πρόγονοί μου έλεγαν «κερχανετζής», αλλά υπάρχει και παρεφθαρμένος τύπος «κερχανατζής», όπως το έχει εδώ. Ασφαλώς, δεν είναι ο πελάτης, αλλά ο ιδιοκτήτης.

#3
MXΣ

kerhaneci

  1. colloq. brothel keeper.
  2. vulg. son of a bitch, bastard.
#4
Μιτζνούρ

kerhaneci ο ελληνιστί νταβατζής, από τον ταβά (δίσκος σερβιρίσματος) διότι ήταν αυτός που συνήθως κερνούσε τους καφέδες. [Αυτά μου τα είπαν άλλοι, να ξηγιόμαστε]

#5
Vrastaman

Κερχανάς ή κιρχανάς, το κερχανές κτγμ είναι πληθυντικός.

[I]Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ΄ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει [/I]
(Ο Μπάρμπας μου ο Παναής)

#6
vikar

Κερχανάδες απ' το κερχανάς και κερχανέδες απ' το κερχανές θα πείς στον πληθυντικό, κατα τα αραμπάς και καφενές αντίστοιχα.

#7
Vrastaman

Χμου μπορεί να είναι κι έτσι!