Χαρακτηρισμός θήλεος κυρίως. Γυναίκα αργή, πλην όμως επιβλητική. Μυαλό να πλέει στα πελάγη. Στήθος πλούσιο, περίσσια λίπους στο σώμα (φουλ τα οιστρογόνα). Δέρμα λευκό και ζουμερό. Σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδος.

Κυρίαρχος προβληματισμός: γιατί δεν πιάνει το ντεκαπάζ; ποιος είναι ο αρχιτέκτων των χτιστών νυχιών; γιατί φουσκώνει ο καφές και ταυτοχρόνως χτυπάει το κουδούνι; και άλλα τέτοια υπαρξιακά.

Ο χαρακτηρισμός παραπέμπει στα θηλαστικά και μάλλον στα χαμηλότερα πατώματα της αλυσίδας, εκεί που σκέφτεται κανείς ένα χνουδωτό μαλακό πλάσμα, αραχτό, να θηλάζει οχτώ νεογνά, κρεμασμένα από τα βυζιά του.

Το αντίστοιχο σερνικό είναι «μάμαλος», αλλά εμπίπτει σε άλλη κατηγορία.

Δώρα: - Χτες πήγαμε στη Νίκη για καφέ. Τα τρίδυμα ξεσαλώναν, η ρωσίδα ήθελε να κάνει πάστρα, ήρθαν και τα μαστόρια για τις πόρτες, πέντε ώρες κάναμε να τον πιούμε, πολύ μαμάλω μωρέ παιδί μου.
Σοφία: - Δηλαδή τι έκανε; (άλλη μαμάλω αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

αααααααα, με συγνωμείς, αλλά το ερώτημα «γιατί φουσκώνει ο καφές και ταυτοχρόνως χτυπάει το κουδούνι;» είναι πολύ σημαντικό, α, όλα κι όλα.

Επίσης υπάρχει και το «γιατί τώρα που έχω λάδια / αλεύρια / σαπούνια / δίσκο στα χέρια χτυπάει το τηλέφωνο», το «γιατί τώρα που περιμένω επαγγελματικό τηλέφωνο με παίρνει η μάνα μου», το «γιατί τώρα που είμαι πάνω στις σκάλες κουβαλώντας πράγματα για το πατάρι χτυπάει το κουδούνι» και ένα σωρό τέτοια.

#2
Sasa

Εις την γαλλικήν, mamelue (επ.)= βυζού, αν αυτό βοηθά...

#3
Khan

Αρχιμήδης! Βλ. και ντοκυμανταίρ / ντοκιμαντέρ με την καλή έννοια

#4
HODJAS

Αντιμάμαλο στην Επτανησιακή διάλεκτο είναι το κύμα που χτυπά στη ακτή και ξαναγυρίζει μέσα δηλ. 1 έξω 2 μέσα (π.χ. βλ. παραλία Μύρτου Κεφαλλονιάς).