Τρώω υπερβολικές ποσότητες φαγητού ή καταναλώνω εξίσου μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.
Κύριο χαρακτηριστικό του «τσαλακώματος» είναι η ένταση με την οποία εκτελείται, που δεν αφήνει περιθώρια αντίδρασης στους υπόλοιπους.
- Τι θα γίνει ρε μαλάκες θα φάμε τίποτα;
- Ε δεν είπαμε να πάμε στα μπιφτέκια για τσαλάκωμα σε μια ώρα;
- Ε άντε δε μπορώ να περιμένω άλλο ρε σεις πεινάω πολύ.
- Θα τσαλακώσουμε ρε, υπομονή.- Καλά χθες πήγα με Αλέξη, Νίκο και Τεό και ήπιαμε δύο μπουκάλια και δυο μπλε κανάτες....
- Έλα ρε και δεν έχεις πονοκέφαλο;
- Όχι ρε εγώ τσαλακώνω και την επόμενη μέρα είμαι ηθοποιός.
9 comments
johnblack
Καλό.
jesus
δεν το έχω ακούσει, αλλά μου λέει άσχημα.
(θα μας βοήθαγες αν έβαζες τον ορθογράφο θείο, κατά τ' άλλα χώσου)
Vrastaman
Επίσης ο ψιλοτραυματισμός, πιχί με το μηχανάκι,
MXΣ
Να προσθέσω ότι το χρησιμοποιούμε και ως μεταφορά: θα σου τσαλακώσω την μάπα ρε καριόλη ή μου τσαλάκωσες το εγώ, κλπ
Khan
Και οι ρυτίδες- χάλασμα του κορμιού λόγω γήρανσης.
johnblack
που είναι πληγή απο φριχτό μαχαίρι κλπ κλπ
patsis
απ' ό,τι φαίνεται, λέγεται και με την μεταφορική έννοια του «τρώω», π.χ. εδώ.
HODJAS
Τσαλακώνομαι όμως, στην αργκό των ηθοποιών, σημαίνει την ερμηνεία μη κολακευτικών ρόλων (π.χ. μια ομορφούλα, που παίζει συνήθως τη μπεμπέκα, να παίξει ρόλο κακιάς ή θείτσας κλπ ή κανας μορφονιός με μούσκουλα να κάνει τον καθυστερημένο ή τον λούζερ κλπ).
Χαρακτηριστικό των Ελλήνων ιχθυοποιών, είναι οτι στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν καμία διάθεση (ούτε τ' αρχίδια-ούτε και το χιούμορ) να τσαλακωθούν...
HODJAS
Η συχωρεμένη η Βουγιούκλω, ήταν κατ' εξοχήν ατσαλάκωτη, όποιον ρόλο κι αν έπαιζε.