Τρώω υπερβολικές ποσότητες φαγητού ή καταναλώνω εξίσου μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.

Κύριο χαρακτηριστικό του «τσαλακώματος» είναι η ένταση με την οποία εκτελείται, που δεν αφήνει περιθώρια αντίδρασης στους υπόλοιπους.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκες θα φάμε τίποτα;
    - Ε δεν είπαμε να πάμε στα μπιφτέκια για τσαλάκωμα σε μια ώρα;
    - Ε άντε δε μπορώ να περιμένω άλλο ρε σεις πεινάω πολύ.
    - Θα τσαλακώσουμε ρε, υπομονή.

  2. - Καλά χθες πήγα με Αλέξη, Νίκο και Τεό και ήπιαμε δύο μπουκάλια και δυο μπλε κανάτες....
    - Έλα ρε και δεν έχεις πονοκέφαλο;
    - Όχι ρε εγώ τσαλακώνω και την επόμενη μέρα είμαι ηθοποιός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
johnblack

Καλό.

#2
jesus

δεν το έχω ακούσει, αλλά μου λέει άσχημα.

(θα μας βοήθαγες αν έβαζες τον ορθογράφο θείο, κατά τ' άλλα χώσου)

#3
Vrastaman

Επίσης ο ψιλοτραυματισμός, πιχί με το μηχανάκι,

#4
MXΣ

Να προσθέσω ότι το χρησιμοποιούμε και ως μεταφορά: θα σου τσαλακώσω την μάπα ρε καριόλη ή μου τσαλάκωσες το εγώ, κλπ

#5
Khan

Και οι ρυτίδες- χάλασμα του κορμιού λόγω γήρανσης.

#6
johnblack

που είναι πληγή απο φριχτό μαχαίρι κλπ κλπ

#7
patsis

απ' ό,τι φαίνεται, λέγεται και με την μεταφορική έννοια του «τρώω», π.χ. εδώ.

#8
HODJAS

Τσαλακώνομαι όμως, στην αργκό των ηθοποιών, σημαίνει την ερμηνεία μη κολακευτικών ρόλων (π.χ. μια ομορφούλα, που παίζει συνήθως τη μπεμπέκα, να παίξει ρόλο κακιάς ή θείτσας κλπ ή κανας μορφονιός με μούσκουλα να κάνει τον καθυστερημένο ή τον λούζερ κλπ).

Χαρακτηριστικό των Ελλήνων ιχθυοποιών, είναι οτι στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν καμία διάθεση (ούτε τ' αρχίδια-ούτε και το χιούμορ) να τσαλακωθούν...

#9
HODJAS

Η συχωρεμένη η Βουγιούκλω, ήταν κατ' εξοχήν ατσαλάκωτη, όποιον ρόλο κι αν έπαιζε.