1. Παιδικό χαρτοπαίγνιο, κατά το οποίον εκείνος που «βγαίνει» τελευταίος, χάνει και μουτζουρώνεται με φούμο από τα άλλα παιδιά. Βλ. και αναλογίες μουτζουρώματος = στιγματισμού εδώ (σχόλιο) και εδώ.

  2. Ο έχων μαυριδερή ή μουτζουρωμένη επιδερμίδα (π.χ. παιδικό ποίημα πέντε ποντικοί μουτζούροι κι άλλοι τρεις αλευρομούροι, μια φρεγάδα αρματώσαν και φακή την εφορτώσαν... κλπ, Ανθολόγιο Ο.Ε.Δ.Β. 1975), βλ. και καρβουνιάρης.

  3. Ή πιο μόρτικα «Μούτζουρας» ή «Καρβουνιάρης».

Λαϊκό σκώμμα έναντι του καταργηθέντος «απλού» λεγομένου τραίνου (δηλ. όχι ταχεία – Intercity) του ΟΣΕ από Πειραιά ή Σιδηροδρομικό Σταθμό Αθηνών («Πελοποννήσου») προς Πελοπόννησο και από Σταθμό Αθηνών («Λαρίσης») προς Βόρεια Ελλάδα και εξωτερικό.

Αποτελούσε παλιό χαρακτηρισμό του ατμήλατου τραινακίου του Πηλίου (1882) και του καρβουνοκίνητου τραίνου του ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς – Πελοποννήσου 1882), λόγω της μουτζούρας που εξέπεμπε στη μάπα των επιβατών η μηχανή, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε μέχρι πρόσφατα.

Τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον, οι τραινοκίνητες εμπορικές και επιβατικές μετακινήσεις ανά την Ελλάδα γίνονταν με ντηζελομηχανές, ωστόσο, δεν είναι μηχανικός ο λόγος που συνέχισε να αποκαλείται έτσι το τραινάκι επί πάνω από έναν αιώνα.

(Παρατίθεται απόσπασμα από την συλλογή του Ελισσαίου Οδίτη «Ανάξιον Εστί» alias «Πάρε ΚΤΕΛ»):

[i]Α. Ήταν οι Καθυστερήσεις[/i]

Α.1
Η ποτροκαλί ντηζελομηχανή του Μούτζουρα πάθαινε κλακάζ (όχι που δε θα χάλαγε) και περίμενες να έρθει άλλη να την αντικαταστήσει και να συνδεθεί με τον συρμό από άλλον Σιδηροδρομικό Σταθμό (στου διαόλου το ξεσταύρι).

Α.2
Σε πολλά σημεία για διάφορους λόγους, η γραμμή είναι μονή (από τον Τρικούπη μέχρι σήμερα), οπότε το ένα τραίνο πρέπει να περιμένει να διέλθει το άλλο από την αντίθετη κατεύθυνση, για να μην προκληθεί σύγκρουση (!)

Α.3
Ιδίως όταν εισήχθη το και καλά Intercity (σιγά τα σίτια που είναι και ίντερ), δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου ταχύτερο, ούτε είχε μεγαλύτερη ιπποδύναμη, απλά ήταν λίγο καθαρότερο, νεότερα τα βαγόνια και δεν επιτρέπονταν κότες εν ζωή και νταμιτζάνες με λάδια-ξίδια-κοκκινέλι και το οποίο υποτίθεται ότι θα έκανε 2-3 στάσεις ανά κατεύθυνση (Βόρεια & Νότια), έπαιρνε προτεραιότητα στους κόμβους έναντι του Μουτζούρη μας, αφού η εταιρεία είχε υποσχεθεί στους επιβάτες που πλήρωναν ακριβότερο εισιτήριο, γρηγορότερη άφιξη στον προορισμό τους (Αθήνα-Πάτρα 3 ώρες και Αθήνα-Θεσσαλονίκη 5 ώρες).

Αποτέλεσμα ήταν ο καημένος ο Μουτζούρης να σταματά κάθε τόσο και τελικώς να κάνει από 5-7 ώρες και από 8-11 αντιστοίχως μέχρι και το 2005 περίπου.
Βέβαια να τα λέμε όλα, η τιμή του Μουτζούρη ήταν η μισή του Intercity...

Στην πραγματικότητα όμως, το «γρήγορο» (Intercity) έκανε περίπου μια (1) ώρα λιγότερο από το «απλό» (Μούτζουρας), όπως αρέσκονταν να τα αποκαλούν οι κρατικοβυζαρπάχτρες ΟΣΕδες, που στράβωναν χαρακτηριστικά όταν ρωτούσες π.χ. πόσην ώρα κάνει ο Μουτζούρης από Σαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη και απαντούσαν με την στερεότυπη ξινίλα της ταύτισης εργαζομένου με το αφεντικό του «δεν υπάρχει Μουτζούρης κύριε» (εμένα μου λες);

[i]Β. Ήταν η Ταλαιπωρία[/i]

Πράγματι, στο Μούτζουρα συχνά δεν είχε ούτε να καθίσεις (προβλέπονταν και «θέσεις ορθίων» – αλλά με τιμή «καθιστού»!) και ειδικότερα:

Β1.
Στης Πελοποννήσου πολεμούσες να σταθείς – καθίσεις ανάμεσα στην αρβανιτιά με τα ξέχειλα δέματα, αερολογούντα φοιτητόνια, τους μπιχλώδεις και τσίπηδεςτουρίστες του Ίντερρεηλ (μπορεί να είχες και τα τυχερά σου όμως) που πηγαίνανε να πιάσουν το πλοίο για Πάτρα – Ιταλία έχοντας κάνει συνήθως το γύρο του τριγώνου των Βερμούδων (Δελφοί-Ολυμπία-Αθήνα) σέρνοντας χίλια τσουμπλέκια, ομιλητικούς (μέχρι να φάνε καναν Αη-Διονύση για να κοιμηθείς) Επτανήσιους και Αιτωλοακαρνάνες (που επιτέλους κατέβαιναν στο Ρίο), ως επί το πλείστον.

Ο Μούτζουρας ήταν σκατά κι απόσκατα (οι διπλές θέσεις ήταν στενές κι έτσι και σου κλήρωνε καμιά Τζίνα Βαρώνη να κάτσει από δίπλα, έφτανες με δισκοπάθεια στον προορισμό σου) και το Intercity ελάχιστα ταχύτερο ή (έστω) καθαρότερο...

Ειδικά για το τελευταίο, καίτοι υφίσταται από 1952 δίκτυο ΚΤΕΛ σε ολόκληρη την χώρα, οι εκλογείς των κατά τόπους δήμων και κοινοτήτων, πίεζαν τον βολευτή τους να σταματά το τραίνο «σε κάθε βρύση» (όπως χαρακτηριστικά λέγεται). Κατά συνέπεια, όχι μόνον ο Μούτζουρας, αλλά και η «ταχεία» της Πελοποννήσου, έκανε τόσες στάσεις (και ως εκ τούτου) τόσες ώρες να φτάσει σε κάθε προορισμό, όσες σχεδόν κι ο Μούτζουρας της Βόρειας Ελλάδας, καίτοι ούτε η πληθυσμιακή εξυπηρέτηση ούτε οι χιλιομετρικές αποστάσεις, συμπίπτουν.

Β2.
Στης Βόρειας Ελλάδας, το σκηνικό άλλαζε φύρδην): Μιλάμε για «Εξπρές του Μεσονυκτίου», τύφλα να’ χει το Ντιγιάρμπακιρ και το Νέο Δελχί μαζί (!)
Πάθαινες πολιτισμικό σοκ στα λεγόμενα «κουπέ» από το πλήθος των φαντάρων όλων των ειδικοτήτων για τα σύνορα (που ψοφολογούσαν ροχαλίζοντας αφού βγάζαν τα άρβυλά τους στερώντας σου τουλάχιστον 2 από τις 5 αισθήσεις), Σελτζούκοι, Πετσενέγοι, Κουμάνοι, Σκύθες, Πομάκοι κλπ για Θράκη και επέκεινα παραφυλούσαν όλη η οικογένεια έξω από τις τουαλέτες όταν ουρούσε θηλυκό μέλος της (ευρύτατης) οικογενείας, αλλοδαποί εργάτες που κάνανε commuting σε κοντινές ή μακρινές πόλεις για ένα μεροκόμματο, αλλοσούσουμοι Βαλκάνιοι που ανεβοκατέβαιναν προς και από τις πατρίδες τους ξαπλωμένοι χύμα χάμω, που τους πατούσες κυριολεκτικά για να περάσεις τον διάδρομο (!), τσιγγάνοι ή παρόμοιοι τύποι με άγνωστο (και στους ίδιους) προορισμό, λέτσοτουρίστες για το Μετέωρο βήμα του μοναχού, φοιτητές και λαθρόβιοι μπουζουκοπαίχτες που στήνανε αυτοσχέδιες κομπανίες για να περάσει η ώρα, πουράκλες και ετρούσκες στην ψαχτική, πρεζάκηδες, λαχανάδες κτλ άσ' τα να πάνε. Η ποικιλία της ανθρωπογεωγραφίας (και της μπίχλας) ήταν μεθυστική και για τον λόγο αυτό στην Μοναστηρίου λειτουργούσε πουργατόριο...

Το βαγκόν-λί (λέγε με «κυλικείο») όμως, καίτοι τίγκα στο ντουμάνι, είχε έναν εξαίρετο διάκοσμο στην οροφή (να το τσουρνέψανε από κανα Οριάν Εξπρές); Το Intercity ήταν σπέσιαλ κυρίλα και όντως ταχύτατο με 3-4 στάσεις όλες κι όλες.

Και ολ’ αυτά, για να πατικώσει η εταιρεία όσους περισσότερους επιβάτες χωρούσαν στα βαγόνια, μπας και ζημιώσει (που φάγανε τον αγλέουρα και το ρημάξανε το μαγαζί) με τη ναύλωση έξτρα συρμού, όπως κάνανε και με τα πλοία μέχρι το ρεζιλίκι του Σαμίνα...

[i]Γ. Ήταν και το κρύο[/i]

Γ.1
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Μούτζουρας δεν είχε κανενός είδους κλιματισμό ή είχε αλλά δεν λειτουργούσε «προσωρινά» (λέει). Αν είχε ζέστη λιβάκωνες, ίδρωνες και βρωμούσες κι αν είχε κρύο έξυνες τον πάγο από το μούσι σου και τον έριχνες στη Μαργαρίτα. Μοντέρνα πράματα: οικολογία και φυσική επαφή με το περιβάλλον δηλαδή.

Γ.2
Αλλά και με την γεωγραφία, αφού όταν έπιανε Λάρισα το τραίνο νυχτιάτικα χειμώνα, καταλάβαινες αμέσως στο πετσί σου ότι είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα μεταξύ Βορρά-Νότου.

Γ.3
Και με την ιστορία όμως έκλεινες ραντεβού: καμιά φορά το θέρος και ιδίως με καναν καύσωνα αναστενάρη, οι ασφάλειες των παραθύρων ήταν (σαδιστικά;) βιδωμένες, οι όρθιοι πολλοί, η ζέστη με την κολλώδη μπόχα ενιαίες, οι λιποθυμίες συχνές, οι καθυστερήσεις μεγάλες και η συμπεριφορά των ΟΣΕδων στις διαμαρτυρίες των επιβατών, σκαιά. Ξαναζούσες την Κατοχή και για πρώτη φορά κατανοούσες το δράμα της Υπολοχαγού Νατάσας, όταν την έστελναν στο Νταχάου (μόνο που αυτή ταξίδευε τσάμπα). Άλλωστε, στο ντεκόρ συνέβαλε και τόσο το γεγονός ότι το ένστολο προσωπικό θύμιζε Γερμαναράδες (τουλάχιστον όπως τους γνωρίσαμε ως κομπάρσους στις ταινίες της Χούντας δηλ. φωνακλάδες, αξούριστους, μαυροτσούκαλους, κακοκουρεμένους και σακκουλέδες) όσο και ότι τα πίσω βαγόνια των αποσκευών ήταν Γερμανικά του ’30. Άλλες εποχές και άλλες κάουφφεν!

Σημειωτέον, ότι μέχρι πριν κανα 2-3άρι χρόνια τα ίδια περίπου γίνονταν και στην Ιταλία με τον εθνικό της Muzzuri (Trenitalia), με την διαφορά ότι δεν είχε ξαπλωτούς στα πατώματα κι ότι οι εκεί (ομοίως αγενέστατοι) ΟΣΕδες ήσαν πιο καλοντυμένοι...

[i]Δ. Και ήταν κι ο Θάνατος[/i] (του Μουτζούρη)

Δ.1
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πριν κανα πεντάρι χρόνια απεφάσισε η Ελλάδα ν’ αποσύρει τα μουτζουροτραίνα που την «διέσυραν» διεθνώς και να στρώσει σιγά-σιγά δίκτυο ηλεκτρικών σιδηροδρομικών γραμμών υψηλών ταχυτήτων (ΣΓΥΤ) ότι Ευρώπη κι έτσι, οπότε πάει κι ο Μουτζούρης... Δηλαδή μη φανταστείτε, βάλαμε κεί κανα-δυο τραινάκια της πλάκας σε προάστια και κοντινές πόλεις της Αθήνας και της Σαλονίκης, με άβολα καθίσματα για τους ταξιδιώτες (λες και πας μέχρι τα Πετράλωνα) κι από δω παν κι οι άλλοι.

Προς το παρόν διατηρείται το ντηζελοκίνητο Intercity ως «παλιό», μέχρι να εξαπλωθεί το νέο δίκτυο ηλεκτρικών συρμών – όπου και άμα εξαπλωθεί μετά το στραπάτσο της πτώχευσης (θυμίζει αυτήν του 1893 επί Τρικούπη που επένδυσε στην σιδηροδρομική ανάπτυξη της Ελλάδας).

Μόνο που το 1893 είχε και την ουρά του 1909, που επακολούθησε (λες;)

Δ.2
Πάντως, αν είχες κουράγιο (δηλ. ήσουν φιλοπερίεργος πιτσιρικάς) και δεν βιαζόσουν, ο Μούτζουρας ιδιαίτερα ο νυχτερινός, πέρα από τις ανωτέρω εγκύκλιες γνώσεις (εμείς κι ο κόσμος, φυσική, γεωγραφία, ιστορία κλπ) που σου προσέφερε, μπορούσε να αποδειχθεί και μια συναρπαστική εμπειρία, αφού έβγαζες γούστα (έκανες χάζι και γνώριζες αναγκαστικά διάφορες κουφές φυλές, παίζονταν κουβαρνταλίκια, τσιριμόνιες, τσαμπουκάδες, έρωτες, μπουζουκοκαταστάσεις και δε συμμαζεύεται μεταξύ αγνώστων, όσο διαρκούσε η διαδρομή – τουλάχιστον).

Δ.3
Κατά την εποχή της συνύπαρξης δυο ταχυτήτων (Μουτζούρης vs Intercity), ο πρώτος (λόγω τιμής) ήταν ένα αυθεντικά λαϊκό ελληνικό τραίνο και γι’ αυτό το προτιμούσαν άνθρωποι που δεν είχαν ή δεν ήθελαν να δώσουν έξτρα φράγκα για τις (αμφισβητούμενης ποιότητας) παροχές της ταχύτερης μετάβασης και την άνεσης που ευαγγελίζονταν το Intercity, αλλά και οι ρυθμοί ζωής ήταν ηπιότεροι.

Υπάρχουν τρεις τρόποι να εκτιμήσει κανείς τον Μουτζούρη: είτε ως πανάκριβη υπηρεσία για την «σχεδόν τσάμπα» τιμή του εισιτηρίου (βλ. σχόλια εδώ), είτε ως μια θεατρική παράσταση στην οποία συμμετείχε έναντι «συμβολικής συνδρομής», είτε η (λιγότερο ρομαντική) συμψηφιστική εκδοχή των ΟΣΕτζήδων «για τόσα που ’δωσες μη ζητάς τα πολλά-πολλά».

Σε κάθε περίπτωση όμως, όποιος δεν κατορθώνει να συμφιλιώσει την αθλιότητα με τα μεγαλεία του Μουτζούρη, γνωρίζει την Ελλάδα μέχρι το κατώφλι του.

Τέλος και τω Θεώ Δόξα...

Σ.Σ. Αφιερωμένο στον συνταξιδιώτη Μπετατζή.

- Πάω Σαλονίκη το τριήμερο, έρχεσαι;
- Πήγαμε! Μόνο που εγώ μπορώ να φύγω Σάββατο πρωί, έχω πολλή δουλειά την Παρασκευή.
- Καλά, τότε εγώ θα ξεκινήσω Παρασκευή βράδυ, θα κάνω μια βόλτα στην παραλία Σάββατο πρωί και τα λέμε το μεσημέρι που θα φτάσεις, ναι;
- Δε μου λες, με τί θα πας;
- Με το απλό τραίνο, μου ’πανε στον Σταθμό ότι κάνει 5 ώρες από Αθήνα.
- Ποιος, ο Μουτζούρης; Καλά άσε, τότε κι εγώ θα πάρω το Intercity και θα σε περιμένω στο καφενείο...

μουτζουρωμένο το γυαλί (από xalikoutis, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Μια που μακρηγορήσαμε – που μακρηγορήσαμε κύριε Πρόεδρε, ας κάνουμε και μια ψιλο-μνεία στους σχετικούς με το θέμα, τον «Κωλοσούρτη» του Φαλήρου και το «Θηρίο» της Κηφισιάς (τώρα κάπου τα βρήκα εγώ αυτά τα δυο αλλά πού;):

1. Κωλοσούρτης

Πρόκειται για τον ατμοτροχιόδρομο (ατμήλατο τραμ) Αθηνών-Φαλήρου, ο οποίος λειτούργησε το 1887.
Ονομάσθηκε «Κωλοσούρτης», γιατί ήταν βραδυκίνητος στις ανηφόρες και έμοιαζε να σέρνεται στο έδαφος, λόγω του χαμηλού του ύψους. Ξεκινούσε μπροστά από την Ακαδημία, διέσχιζε τις οδούς Πανεπιστημίου, Αμαλίας και Θησέως και έφθανε στο Φάληρο.
Για χάρη του γράφτηκε το εξής χρονογράφημα:

«Η διασκέδασις αρχίζει όταν ο σαλιάρης αυτός, αυθαδώς αυτοαποκαλούμενος ατμήρης τροχιόδρομος, πράγματι δε κινητόν καβουρδιστήριον, θέση εν ενεργεία τα πτυσίματα, τους σπινθήρες και τα μύρια ως βροχή λεπτή και επί των οφθαλμών φερόμενα και εφορμώντα ανθρακομόρια, καθ' ων ουκ έστιν άμυνα, ουδέ σωτηρία. Αυτά μεταβάλλουσι τους λευκούς επιβάτας εις μαύρους της Γουϊνέας, τας δε λευκάς και ωχράς Ατθίδας εις μελαψάς Αθιγγανίδας. Όταν ο συρμός φθάση ποτέ συν θεώ -εάν φθάση- εις Φάληρον, τότε νομίζει τις ότι είναι το τραίνο των Ινδιών, όπερ μεταφέρει τους μαύρους δούλους διά την φόρτωσιν και αποστολήν της ορύζης, εν Βομβάη».

Καταργήθηκε το 1909 έπειτα από ατύχημα και με την έλευση των ηλεκτρικών τραμ (διέθετε η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, η Καλαμάτα, ο Βόλος και το Καρλόβασι Σάμου παρακαλώ)...

2. Το Θηρίο

Το Θηρίο του Λαυρίου ή της Κηφισιάς (1885) συνέδεε την Αθήνα με την Κηφισιά και το Λαύριο (εξ ου και σήμερα Πλατεία Λαυρίου κοντά στην Ομόνοια εκεί που ήταν ο Σταθμός Αθηνών).

Λέγονταν έτσι, διότι ήταν κατάμαυρο απ’ την καπνίλα, έσκουζε στις ανηφόρες και περισσότερες σπίθες και μουτζούρα πέταγε, παρά δουλειά έκανε.
Χαρακτηριστικά, οι Αθηναίοι της εποχής έλεγαν οτι η Κηφισιά απείχε 3 ώρες με το Θηρίο και 1 με τα πόδια (σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται κάθε φορά που πήζει η Κηφισίας)...

Αυτά τα ολίγα.

#2
betatzis

Ρε πούστη Χότζα κλαίω.

Έρμα μου νιάτα, που τσαλακωθήκατε.

#3
Vrastaman

♘♘♘!

#4
MXΣ

Να προσθέσω ότι στην λαική μας παράδοση, μουτζούρηδες λέγονται και οι καλικάντζαροι ή άλλες παρόμοια πλάσματα και φυσικά πολλά έθιμα συνεχίζουν να υπάρχουν σε καρναβάλια, π.χ. στην Ξάνθη (πατρίδα!)...

Κύριε Xoτζα, πέφτω από τα σύγνεφα για την παράλειψη σας...

#5
HODJAS

Άλογα, σύγνεφα, χέρια, μαχαίρια, τραίνα, καράβια, ποδήλατα-ποδήλατα...

#6
Επισκέπτης

#7
jesus

αλτάνες...

#8
HODJAS

Μη φίδια, άστα φίδια!
;-)

#9
Galadriel

Καταρχήν έχω να πω ότι βλέποντας αυτό το τέλεια μορφοποιημένο κείμενο τίγκα στο λίνκι, έψαξα να δω ποιος καημένος μοντάρησε τη σεντονάρα. Είδα τον βράσταμαν και λέω «ε ναι». Και μετά διαπίστωσα ότι όχι ρε, ο ορισμός ήταν τέλειος εξαρχής, ο χόντζας έκανε την μορφοποίηση, ο χότζας έβαλε τα λινξ, χότζα ευχαριστώ που υπάρχεις.

(Ε ναι οκ, αναφέρομαι και στο περιεχόμενο, πρόκειται για την πιο ευκολοδιάβαστη και ενδιαφέρουσα σεντονάρα εδώ και πολύ καιρό. Ρισπέκτ.)

#10
Galadriel

[Ωχ τώρα παίζει να ενταχθείς στους πορτεζέ (σικ) της κλίκας και να φας βαθμολογικό πέοντα αλλά μη μασάς οκ;]

#11
HODJAS

Της Μες το κλέος κι ας φάμε πέος...
:-)

#12
Galadriel

Χαλικού...

#13
το Λιοντάρι

Καλά μωρέ Hoca μου, τι και πολύ γαμάτη ήταν η ανάλυσή σου επί τού ταπεινού παιδικού παιχνιδιού που κάποτε έπαιζα κι εγώ; Εμείς τότε κρατούσαμε ένα κάρβουνο και μ'αυτό τραβούσαμε μια γραμμή μαύρη στο πρόσωπο τού άλλου. Όμως το «μουτζούρης» ως λέξη για κάτι συγκεκριμένο που έχει σχέση με τα τραίνα αναφέρεται μονάχα στο θρυλικό οδοντωτό τραινάκι που ανέβαινε στο Πήλιο. Το αστικό τραίνο που έκανε τη διαδρομή Αθήνα-Φάληρο δε λεγόταν «μουτζούρης', λεγόταν »θηρίο«. Ήταν ο πρόγονος τού σημερινού »ηλεκτρικού« με δρομολόγιο Κηφισιά-Πειραιάς. Έκαιγε κάρβουνο κι αυτό, κι επειδή προχωρούσε ασθμαίνοντας το είπαν »θηρίο«. Άντεχε πολλά δηλαδή.

#14
HODJAS

Φχαριστώ μπόη. Όντως ο «Μουτζούρης» αρχικά σήμαινε το τραινάκι του Πηλίου και κατόπιν του ΣΠΑΠ (αλλά το λέω ο έρμος - για ξαναδιάβαστο), όσο για το «Θηρίο» δεν συγχέεται με τον «Κωλοσούρτη» βλ. αμέσως 1ο σχόλιό μου (εκτός κειμένου για να μην πήξει κι άλλο ο ορισμός).

#15
Vrastaman

Βλέπω άφησες μούσι Δημητράκη.

#16
jesus

λωρίδα άφησε.

#17
Επισκέπτης

Ναι καλέ μου Χότζα, το είδα, διάβασα καλά το θέμα σου αν και με δυσκολία επειδή με κλωτσιές και μπουνιές έβγαλα το Δημοτικό στα 18 μου. χεχεχε :-) Διάβασα και την αναφορά σου στον «κωλοσούρτη», όμως καλέ μου Χότζα εκείνα τα παλιά χρόνια «κωλοσούρτη» λέγαμε τον οδικό δρόμο που πήγαινε από τον Αχλαδόκαμπο έως την Τρίπολη κι ήταν ανηφορικός και φίσκα γεμάτος από κλειστές στροφές 90 μοιρών πάνω από φαράγγια και γκρεμούς με πλάτος μόλις 4 μέτρων ή και τριών μέτρων σε κάποια σημεία του. Άμα κι έπεφτες σε λίγες μέρες ξεφύτρωνε νέο εικονοστάσι στο σημείο που έπεσες. Για να σε φυλάει ο Θεός στον άλλο κόσμο που πήγαινες :-) . Το τραίνο ήταν πολύ πιο ασφαλές τότε αλλά άμα ήσουν φαντάρος στο 11ο Σύνταγμα νεοσύλλεκτων τής Τρίπολης κι επέστρεφες από 24ωρη ή 48ωρη άδεια δεν είχες χρόνο να χαλάσεις στο τραίνο και μίσθωνες μαζί με άλλους ένα ταξί τής πόλης αυτής για να είσαι τσακ στην πρωϊνή αναφορά στις 7 το πρωί. Κι όσοι ζούσαμε κι όσοι πεθαίναμε τότε εκεί πάνω στον φονιά «κωλοσούρτη» :-)

#18
Vrastaman

Η μόνη παρηγοριά, Λέων, ήταν οι uber-σούβλακοι στους Μύλους :-)

#19
iron

μπράβο χότζα!

#20
allivegp

Ένα είναι το σλάνγκ και ο Χότζας ο Προφήτης του (τρις).

#21
aias.ath

Ἄριστα.
Ὅπως ξέρεις, ἐκτιμῶ πολὺ τὶς ἱστορικονοσταλγικὲς ἀναφορές.

#22
johnblack

Ρε αγόρι, καλά και άγια όλα αυτά τα πραγματολογικά περί παιδικών χαρτοπαιγνίων και σιδηροδρόμων, σου διαφεύγει όμως κτγμ η σλανγκική ουσία της υπόθεσης.

Και εξηγούμαι.

Ο μουτζούρης είναι, ως σλανγκικός χαρακτηρισμός προσώπου, αυτό που λέμε

ο τελευταίος τροχός της αμάξης ο πιο αδύναμος κρίκος η τελευταία τρύπα της φλογέρας κομπάρσος στην άκρη της φωτογραφίας
κ.α.

Κλασική η έκφραση αυτός είναι ο μουτζούρης της παρέας, δλδ ο δευτερευούσης σημασίας, ο παραπληρωματικός, αυτός που απλά συμπληρώνει το καρέ χωρίς να παίζει καθοριστικό ρόλο.

Παράδειγμα απ' τη ζωή βγαλμένο:

Σε μια πολυκατοικία είδαν και απόειδαν οτι η μονοπρόσωπη διαχείριση δεν φτουράει και αποφάσιξαν να συστήσουν μια τετραμελή επιτροπή διαχείρισης, ώστε μέσω του επιμερισμού των διαφόρων καθηκόντων να υπάρξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κλπ. Ο εις εκ των τεσσάρων εντούτοις, γέρων ογδοηκοντούτις, έπαιζε διακοσμητικό ρόλο στο καρέ, εν επιγνώσει του. Τον έβαλαν απλά για να τον βάλουν χωρίς να του δοθούν ουσιαστικές αρμοδιότητες. Ε λοιπόν ο ίδιος ο γέρων μου είπε κατά λέξη: εγώ είμαι ο μουτζούρης της παρέας.

Φιλάκια και καλό τριήμερο!

#23
johnblack

  • ογδοηκοντούτης