Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Doctor

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Αν το τραβήξουμε περισσότερο, συναφές είναι κατ' αποτέλεσμα και το γλυκοφάγωμα, πικροχέσιμο.

#3
poniroskylo

Σχετικά, ντε φάκτο, και τα κινέζικο, κινεζιά, μέιντ ιν Τσάινα και ROC.

#4
Galadriel

«Πω πω μαμά κοίτα τι όμορφος που είναι ο ουρανός, φοβερό αγιοβασίλεμα».

#5
PUNKELISD

Χαχαχα! αγιοβασίλεμα! Το λέει συνεχώς η μάνα μου!