Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified