Mεταφορικά η ευρύχωρη και σωματικά και ηθικά γυναίκα ελαφρών ηθών, που χρησιμοποιεί το όργανό της ως αποθήκη στοίβαξης και αποθήκευσης ψωλώνε. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά.
- Πως περπατάει έτσι η Λόλα ρε λυκόρνι; Συγκαμμένη είναι;
- Τι συγκαμμένη η ψωλοαποθήκη καημένε, στούμπωσε από τα προφυλακτικά...
4 comments
jesus
garage à bites γαλλιστί.
Khan
Βλ. ψωλαποθήκη που κττμγ είναι και σωστότερο σαν σχηματισμός (λέμε τώρα)
Vrastaman
Η λέξη μπουτίκ ετυμολογείται εκ της ταπεινής αποθήκης.
La psoloboutique, alors!
al1313ex
thes na peis psolapothique,bien sure!!!!