Mεταφορικά η ευρύχωρη και σωματικά και ηθικά γυναίκα ελαφρών ηθών, που χρησιμοποιεί το όργανό της ως αποθήκη στοίβαξης και αποθήκευσης ψωλώνε. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά.

- Πως περπατάει έτσι η Λόλα ρε λυκόρνι; Συγκαμμένη είναι;
- Τι συγκαμμένη η ψωλοαποθήκη καημένε, στούμπωσε από τα προφυλακτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

garage à bites γαλλιστί.

#2
Khan

Βλ. ψωλαποθήκη που κττμγ είναι και σωστότερο σαν σχηματισμός (λέμε τώρα)

#4
al1313ex

thes na peis psolapothique,bien sure!!!!