Έκφραση που δηλώνει απαξία προς το πρόσωπο του συνομιλητή, καθώς τον παροτρύνει να πάει να πιει ένα ρόφημα που θεωρείται ότι πίνουν οι γέροι, οι ασθενείς ή και τα δύο. Υπονοεί ότι ο συνομιλητής δεν δικαιούται / δεν ημπορεί να συμμετέχει σε μια σοβαρή συζήτηση ή σε μια σοβαρή δραστηριότητα.

Βεβαίως, αυτή η έκφραση δεν είναι καθόλου πολίτικαλυ κορρέκτ για το θαυμάσιο φυτό του γένους Tilia, το οποίο μας χαρίζει το -kateme υπέροχο- ρόφημα «τίλιο». Οι τιλιοπαραγωγοί, επίσης, έχουν επανειλημμένα εκφράσει τις διαμαρτυρίες τους για τη χρήση αυτής της έκφρασης.

Παραλλαγές: Άντε ρούφα το τίλιο σου, Πάενε πιε κανα τίλιο κ.ά.

  1. Από το λήμμα μέταλ του μπιμπερό: «Δεν πάνε να πιούνε κανένα τίλιο οι μαλάκες, αφού δεν τραβάνε πια να πούμε...»

  2. - Μαλάκες, θα γίνουμε πάλι λιάρδα απόψε;
    - Εμείς μπορεί... Εσύ τράβα να πιεις κανα τίλιο, καλύτερα!

Φύλλα και καρποί του δέντρου Tilia cordata (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified