Ξεροκέφαλο που δεν αλλάζει γνώμη με την καμία, ακόμα και όταν ο συνομιλητής προβάλει αδιάσειστα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, ακόμα και αν νέα στοιχεία που συνηγορούν για το αντίθετο έρθουν στην επιφάνεια, ακόμα κι αν κατέβει ο θεός: Διαμόρφωσε άποψη; Πεισματικά θα τη διατηρήσει, σωστή - λάθος δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Σ.ς. Άντε, τέλος πάντων, μπορεί να αλλάξει γνώμη, αλλά πολύύύ δύσκολα και η διαδικασία είναι ανυπόφορη για τους υπόλοιπους.)

Το πείσμα, μαζί με την ανδρεία και την προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, είναι στοιχείο που προσδίδεται στους αρβανίτες - ειδικά πάντως το πρώτο, προφ ξεπέρασε λαούς και σύνορα ως χαρακτηρισμός.

Σχόλιο Hodjas εδώ: Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα - αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι.

Σωτηρία Μπέλλου:
...Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. [...] Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.

Εδώ:
«Ο Χατζημιχάλης ήτονε κουζουλός» μου απάντησε τσαντισμένα πριν καιρό ο γέρο Κρητικός συνομιλητής μου [...] «αυτός κάθησε στο Καστέλι και όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να βγει και στον κάμπο να κάμει πόλεμο και πήρε τα παληκάρια του στο λαιμό του »[...] Οι Σφακιανοί του προτείνουν να μην σταθεί εκεί [...] αλλά ο Χατζημιχάλης είναι ξεροκέφαλος και αρνείται. Του λένε ότι [...] Αυτός επιμένει. (σημείωση: φαίνεται ότι ήταν πρώτη φορά που οι Σφακιανοί ερχόντουσαν σε επαφή με Αρβανίτικο κεφάλι). Στο τέλος θεωρώντας τους δειλούς,τους λέει περιφρονητικά. «Λοιπόν φυλάγετε τους από τα όρη σας για να μη φύγουν και αφέτε ημάς εδώ κάτω και κοιτάζετε να μας βλέπετε πως πολεμούμεν εμείς».

Got a better definition? Add it!

Published

#1
ΠΡΩΤΕΥΣ

do ta pres, aide vre

#2
patsis

Περίπου με τις ίδιες σημασίες λένε και «ποντιακό κεφάλι», αλλά εκεί υπάρχει και μια πιο κυριολεκτική: ότι και καλά το ποντιακό κεφάλι (το ίδιο το κρανίο δηλαδή) είναι σκληρό και αντέχει και μια κουτουλιά παραπάνω. Συνήθως λέγεται από αυτόν που το χτυπά κατά λάθος σε κανένα ντουλάπι για να καθησυχάσει τους άλλους που τρόμαξαν με τον «γκντουπ», σε φάση «δεν παθαίνω τίποτα, έχω ποντιακό κεφάλι».

Για την πιο μεταφορική σημασία, στους Ποντίους, λόγω στερεοτύπων ίσως, η έκφραση γέρνει πιο πολύ στην ξεροκεφαλιά (που είναι και λίγο στείρα) παρά το πείσμα (που το λέμε και για καλό, την επιμονή).

Παραδείγματα:
1. Από το άρθρο της Βικιπαίδειας για τον Γιώτη Τσαλουχίδη, σε ύφος ασυνήθιστο για την ιστοσελίδα:
[I]Στην ιστορία θα μείνει για το ποντιακό κεφάλι βαριοπούλα που έσπαγε τα αντίπαλα γκολποστ με περηφάνια υστερα απο σέντρες του Νικόλα Τσιαντάκη και τον πανηγυρισμο με το περιστρεφομενο δεξι χερι(εμπνευσμενον απο τον αστυνομο Σαινη). Αλλα πανω και πέρα από ολα για την θρυλική ατακα που έμεινε στο Πανθεον της μυθολογίας της ελληνικής Ποδοσφαίρας και στοιχειωνε τα πέτρινα χρόνια του ΟΣΦΠ κάθε καλοκαίρι προετοιμασιας:

«O ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΕΤΟΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ»[/I]

  1. Από εδώ:
    [I]Τέλος, ο υδραυλικός θέλει να κλείσουμε είδη υγιεινής άμεσα για να προχωρήσει, οποτε αυριο θα πάμε σε δυο καταστήματα ακομη ένα στο Ιλιον και ένα άλλον στο Αιγάλεω για να διασταυρώσουμε τιμές...Αυταααααααα
    Τελικά την κουζίνα θα την κάνω στο χρώμα του τραπεζιου. Με πείσατε! Και ο σπιρτούλης τα ίδια μου έλεγε αλλα εγω που να ακούσω... Κολλημένο ποντιακό κεφάλι![/I]

  2. Άντε, κι άλλο ένα λόγω μιας ενδιαφέρουσας διατύπωσης. Από εδώ:
    Προσωπικά επειδή έχω ποντιακό κεφάλι από την γνώμη μου έξω δεν βγαίνω.

#3
iron

και κεφαλλονίτικη φλέβα ή κεφάλι, επίσης.

#4
HODJAS

Εξαιρετικό! Επίσης ο πείσμων λέγεται και «αρβανιτοκέφαλο» ή «μπουζούκι αρβανίτικο» (μπουζουκοκέφαλος).

#5
GATZMAN

Τσίμπα και μια σχετική αρβανίτικη έκφραση:
Κρίε μαδ ε ντάπ= κεφάλι μεγάλο και ξερό
Το μάδ, προκύπτει εκ του ιμάθ (μεγάλο).

#6
VICE

Οι Αρβανίτες έχουν τη φήμη του πείσμονα, του ξεροκέφαλου. Οι ίδιοι για τον ξεροκέφαλο χρησιμοποιούν και τον όρο «κοκοτράσα» ή, ορθότερα, «κοκëτράσë» (kokëtrashë), δηλαδή «χοντροκέφαλος». kokë (-a) = το κεφάλι (θηλ. γένους), e trashë = χοντρή.
Η λέξη χρησιμοποιείται μεταξύ των Αρβανιτών ενταγμένη πλέον μέσα στον ελληνικό λόγο.

Σχετική έκφραση στα αρβανίτικα: «Αϊ ίσστë νέτα κοκëτράσë» (ai ishtë neta kokëtrashë), «αυτός είναι εντελώς ξεροκέφαλος».

#7
Galadriel

Νόμιζα ότι τα αρβανίτικα δεν έχουν επίσημη γραφή και μου φαίνεται αξιοσημείωτο που βλέπω λατινικούς αλλά και ειδικούς χαρακτήρες - το ë τι είναι, κάτι ανάμεσα σε ε και ι; Και τι διαφορά έχει το κρίε (το οποίο γνώριζα όπως κι ο γκατζ) από το κόκε; Εδώ, εδώ, η αλήθεια να λάμψει.

#8
klitemnistra

με την ιδια ακριβως σημασια εχω ακουσει στην περιοχη στρυμονικου κολπου το βουλγάρικη πατσούκα αλλα δεν ξερω που και ποσο διαδεδομενη ειναι, δεν ξερω ετυμολογια, δεν ξερω Παλιο ξενο χορό, 6 γραμματα, το 4ο Ι.

#9
dryhammer

δες κι αυτό

#10
VICE

Απάντηση στον Galadriel: Tα αρβανίτικα όντως δεν έχουν επίσημη γραφή, αλλά σε δημοσιευμένα κείμενά τους (Τ. Γιοχάλας) χρησιμοποιείται η λατινική γραφή, με τις προσθήκες για την απόδοση συγκεκριμένων φθόγγων, όπως ακριβώς συμβαίνει στη σύγχρονη αλβανική. Σε παλαιότερες δημοσιεύσεις, του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, χρησιμοποιείτο ένα μεικτό σύστημα, με βάση πάντως το ελληνικό αλφάβητο.

Το ë αποδιδει ένα ημίφωνο, κάπως σαν κλειστό ε. Προφέρεται με την οδοντοστοιχία σχεδόν κλειστή. Παράδειγμα: Ea të të thom (Έα τ' τ' θόμ : Έλα να σου πω).

#11
VICE

Το κρίε (krie,-të, με το άρθρο, ουδέτ.) και το κόκ' (kokë,-a, με το άρθρο, θηλ.) είναι περίπου συνώνυμα, δεν έχω καταλάβει να έχουν κάποια διαφορετική σημασία. Αμφότερες λέξεις δηλώνουν στα αρβανίτικα το κεφάλι, η πρώτη είναι ουδέτερου γένους, η δεύτερη θηλυκού. Κάποιος μου είχε πει, νομίζω, ότι κρίε είναι το άνω μέρος της κεφαλής, ενώ κόκ' είναι το σύνολο του κεφαλιού, αλλά αμφιβάλλω αν αυτό ισχύει στην πράξη.