Γκρεμίζω. Λέγεται στις Κυκλάδες.
Μη μου τα πρήζεις με το σπίτι του μπαμπά σου, γιατί τώρα δα το βουλίζω να γλιτώσω κι από σένα κι από δαύτο.
Γκρεμίζω. Λέγεται στις Κυκλάδες.
Μη μου τα πρήζεις με το σπίτι του μπαμπά σου, γιατί τώρα δα το βουλίζω να γλιτώσω κι από σένα κι από δαύτο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1 comment
dryhammer
Και σε άλλα νησιά υπάρχει το βουλάω - βουλώ με την ίδια σημασία. πχ. Ο τοίχος βούλησε (= γκρεμίστηκε, αλλά όχι κατέρρευσε). Τό βουλημένο σπίτι στη γωνιά είναι επικίνδυνο. Να το βουλήσουνε καλά-καλά πρί σκοτωθεί κανένας.
Από το βουλιάζω;