Αυτός που πιστεύει μόνο στον παρά (στο χρήμα) και σε καμία άλλη αξία.

Μη τους κοιτάς όλο μεγάλους σταυρούς και το κεφάλι κάτω. Θεομπαίχτες του κερατά και παραδόπιστοι από κούνια.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
iron

δόκιμο, φίλε, νο σλανγκ γμτ...

#2
poniroskylo

Ο ορισμός του Τριανταφυλλίδη είναι, νομίζω, επαρκής.

παραδόπιστος -η -ο [paraδópistos] E5 : που πιστεύει (μόνο) στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά· φιλοχρήματος. [λόγ. παραδ- (παράς) -ο- + πίστ(η) -ος]

#3
sstteffannoss

Θεωρώ πως το παραπάνω λήμμα δεν έχει θέση στο σάιτ. Έκανα λάθος. Παρακαλώ, αγνοείστε το.

#4
iron

σφωνώ

#5
Vrastaman

Μυτού!