Το μουνί.

Αν και γίνεται διαχωρισμός: «το γυναικείο χουχούνι». Άρα, υπάρχει κι ανδρικό χουχούνι, προφανώς ο κώλος μια κι η λέξη προέρχεται από την καλιαρντήν.

- Βρήκε δουλειά η κόρη του;
- Πωωως. Ξύνει το χουχούνι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Ωραία λέξη!

Πάει και στο χουχουλιάζω, πάει και στο κοκούνινγκ, όπως το θέλει και το σχόλιο στο μπλογκ του Σαραντάκου εδώ.

Ή, μπορεί να είναι και κάτι άλλο - κουτσούνι;