Βρίζω, μαλώνω με άσχημο τρόπο, «ρίχνω σιχτίρια».
Και μόλις με έστειλαν πάλι στο προηγούμενο γραφείο, δεν άντεξα και άρχισα να σιχτιριάζω πολύ άσχημα!
σιχτιρίζω redirects to σιχτιριάζω (for which one more definition been submitted).
Βρίζω, μαλώνω με άσχημο τρόπο, «ρίχνω σιχτίρια».
Και μόλις με έστειλαν πάλι στο προηγούμενο γραφείο, δεν άντεξα και άρχισα να σιχτιριάζω πολύ άσχημα!
Got a better definition? Add it!
0 comments