Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.
Επίσης κομφιρμάρω.
Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.
Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.
Επίσης κομφιρμάρω.
Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.
Got a better definition? Add it!
2 comments
johnblack
Kατά κόρον στην Κύπρο.
Πκιάσ' τον τηλέφωνο tchε κάμε γλήορα το κκομφφιρμέισσο λαλώ σε
dryhammer
Και στα βαπορίσια υπάρχει το κομφιρμάρω και το κομφιρμέισο με τις ίδιες ρίζες και έννοιες