Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.

Επίσης κομφιρμάρω.

Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
johnblack

Kατά κόρον στην Κύπρο.

Πκιάσ' τον τηλέφωνο tchε κάμε γλήορα το κκομφφιρμέισσο λαλώ σε

#2
dryhammer

Και στα βαπορίσια υπάρχει το κομφιρμάρω και το κομφιρμέισο με τις ίδιες ρίζες και έννοιες