Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.
Επίσης κομφιρμάρω.
Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.
Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.
Επίσης κομφιρμάρω.
Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.
Got a better definition? Add it!