Κώλος + σκαμπίλι (ουσ.)

Το χτύπημα του κώλου σε ένα άλλο αντικείμενο (συνήθως πρόσωπο), αντίστοιχο του πουτσοσκάμπιλου. Συνήθως συναντάται σε γκέϊ ζευγάρια.

- Ρε μαλάκα, εκεί που ανέβαινα τη σκάλα, μπαίνει μια χοντρή μπροστά μου και μου ρίχνει και ένα κωλοσκάμπιλο...

(από Άγης, 03/12/10)(από Άγης, 03/12/10) (από Άγης, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified