Πολύ βασική έκφραση, που έχει ατελώς καταγραφεί στα καθ' ημάς ως δώσε πόνο!, δηλ. ως φιξαρισμένη προστακτική.

Δίνω πόνο σημαίνει ξεδίνω, ανακουφίζομαι, πετάω απο πάνω μου αυτά που με βαραίνουν / τα ντέρτια μου / τους καημούς μου, ξεχαρμανιάζω, ξενταλκαδιάζω.

Ο πόνος δίνεται, δηλ. διοχετεύεται σε ένα εξωτερικό αντικείμενο / χώρο / κατάσταση: τσιγάρο, ποτό, γήπεδο (για φανατίλες οπαδιστές), πίστα ή δρόμο (για καυλόγκαζους μηχανόβιους ή αυτοκινητάκηδες) και έτσι φεύγει από πάνω μου και αποφορτίζομαι. Και κάπως έτσι, μέσω της αποφόρτισης, το δίνω πόνο κατέληξε μέσες άκρες να σημαίνει γουστάρω, φχαριστιέμαι, ηδονίjομαι, περνάω καλά.

Για να δώσεις όμως πόνο, πρέπει και να έχεις. Εδώ πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για την τάση του Έλληνα να κλαίγεται και να εμφανίζει τον εαυτό του ως θύμα της άδικης κενωνίας / των κυκλωμάτων που τον έφαγαν / της χ καριόλας που τον παράτησε. Η γνωστή αυτολύπηση με ναρκισσιστικά στοιχεία.

- Καλά ρε μαλάκα, καπνίζεις 4 πακέτα τσιγάρα τη μέρα; Τι καταλαβαίνεις ήθελα να 'ξερα...
- Δίνω πόνο ρε φίλε... Αλλά τι να νιώσεις εσύ, όλα τα προβλήματά σου λυμένα τα 'χεις...

(από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Σωστός! Εγώ το χρησιμοποιούσα (μάλλον λανθασμένα) και με την σημασία του προκαλώ πόνο/ καψούρα. Λ.χ. - Αυτό το μεναγκό με μανεκένε ανορεξικό στυλάκι και υπερτροφικό κεφάλι αλά Μπιάφρα δίνει πολύ πόνο. Πολύ θα ήθελα να το πηδήξω.